Ο Κυριάκος Χαλκόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στην Αγγλία και είναι πτυχιούχος της φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Έσσεξ. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά (Δέκατα, Εντευκτήριο, Ένεκεν, Ίαμβος, Αντί επιλόγου, Χίμαιρες, Σοδειά κ.α.) και σε ελληνικές εκδόσεις του εξωτερικού. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες για θέματα της ανάγνωσης. Οργανώνει υπό την αιγίδα της Διεύθυνσης Βιβλιοθηκών της Θεσσαλονίκης μια σειρά σεμιναρίων με θέμα τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους.
Η αποφασιστική στιγμή ήταν εκείνη που αναρωτήθηκα γιατί η αυλή παρέμενε άδεια, μέσα στη δροσερή τροπική νύχτα. Η έπαυλη γέμιζε από κόσμο, παντού κοιτούσα τα λευκά ρούχα των άλλων αξιωματικών που συζητούσαν κρατώντας τα καπέλα τους από ψίχα, ή παραδίδοντας τα σε κάποιον από τους ιθαγενείς υπηρέτες. Πέρα από τη μεγάλη αίθουσα υπήρχε ο χωμάτινος δρόμος με τον οποίο ενωνόταν και τροφοδοτούταν το άγημα μας από την πλησιέστερη παραποτάμια κωμόπολη. Σταθμευμένοι εδώ, στο κέντρο της αφρικανικής ηπείρου, αναμέναμε την επιστροφή στη δική μας γενέτειρα, ακούγαμε τα ίδια πικρόχολα ή φαιδρά αστεία για τους αυτόχθονες και τους askari από τα μακρινά χωριά, μετρούσαμε τους επάλληλους μισθούς μας και κάπου κάπου κανείς σήκωνε το γεμάτο του ποτήρι σε μια πρόποση των ευεργεσιών της αχανούς αποικίας…
Όμως δε μου άρεσαν ποτέ οι συζητήσεις εκεί, με τα χιλιοειπωμένα λόγια που επιτιμούν αυτό το λαό ο οποίος χαμήλωνε πάντα το βλέμμα του μπροστά στους ξένους που είχαν ράψει στη γη του το σιδηρόδρομο και ανατίναζαν τα βουνά των οποίων τα ονόματα οι δικοί του πρόγονοι άλλοτε λάτρεψαν ως τους μεγαλύτερους θεούς τους.
Δε με συγκινούσαν, από την άλλη, ούτε οι ίδιοι οι ιθαγενείς. Έμοιαζαν το ίδιο χαμένοι στο τροπικό δάσος, και το μόνο σαφές όριο που έδειχνε να έχει αυτό βρισκόταν για εμένα ακριβώς λίγο πέρα από την αίθουσα, στη μικρή πίσω αυλή της έπαυλης όπου συχνά πήγαινα μόνος μου…
Κάποια δυσνόητη πρακτική είχε καταστήσει αδύνατη την πορεία ως αυτήν όσο ακόμα δεν είχε πέσει το σκοτάδι. Δίσταζα να ρωτήσω, και γενικά απέδιδα το κλείδωμα της ξύλινης πόρτας πίσω από την κουρτίνα στην άκρη της αίθουσας σε μια πιθανή παραμονή την ημέρα κάποιων εποχιακών εργατών στην αυλή. Η κουρτίνα θα επέτρεπε την έξοδο τους δίχως να κινήσουν τα βλέμματα των καλεσμένων στην αίθουσα, όμως ποτέ δεν κατάφερα να δω έστω και έναν από αυτούς. Η αυλή ήταν άδεια την κάθε φορά, κλειστή από δυό πλευρές με τον τοίχο, πίσω κατέληγε στην πόρτα που είχα εν τω μεταξύ περάσει ξανά, ενώ από την τελευταία της πλευρά, αντίκρυ της πόρτας, υπήρχε η πυκνή συστοιχία των μεγάλων δέντρων.
Τα δέντρα, με το σκληρό και σκούρο κορμό στο ημίφως, μου έμοιαζαν περισσότερο με την πένθιμη υπόδειξη οτι ο δικός μου κόσμος ήταν πίσω, στην κατάφωτη αίθουσα, και πως έκανα λάθος που βαριόμουν τη συντροφιά των άλλων ανθρώπων εκεί. Θα μπορούσα να λάβω μέρος και εγώ στις ήρεμες συζητήσεις. Να υποδυθώ οτι κάποια ελάχιστη μεταβολή στον τόνο με τον οποίο προφέρθηκε εκ νέου η μια ή η άλλη από τις απαράλλακτες φράσεις τους ήταν τώρα ενδεικτική μιας αληθινής δυνατότητας κάποτε η συζήτηση να τραβηχτεί σε εντελώς άλλα μονοπάτια. Αρχικά θα γινόταν αυτό δειλά, με αργό βάδισμα. Μα, από εκεί και πέρα, δεν αποκλειόταν και κάπου να έβρισκε κανείς τον εαυτό του να τρέχει πλέον ασυγκράτητα, μέσα στη νύχτα, σα να είχε ήδη ηχήσει το σάλπισμα της ποθητής επιστροφής εκεί όπου όλα για εκείνον είχαν αρχίσει, και τόσο μακριά από εδώ!
Τα δέντρα δεν είχαν να προσφέρουν ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ή μια λιγότερο πλανεμένη ελπίδα. Μια φορά, σαν σε ένα παιχνίδι, διέτρεξα όλη εκείνη την άκρη ψηλαφώντας τους κορμούς, και όταν συνέβη να αντιληφθώ πως ανάμεσα σε δύο υπήρχε ένα κενό όπου χωρούσα με κάποια προσπάθεια να περάσω όλο μου το σώμα ένοιωσα αμέσως οτι αυτό σίγουρα θα γινόταν να εννοηθεί ως μια ευθεία προσβολή στους άλλους που παρέμεναν πίσω στην έπαυλη… Και αν τότε συνέχισα, για λίγο, εκείνη την προσπάθεια, ήταν μόνο και μόνο διότι ήθελα να μου αποδείξω το προφανές: πως αυτή η εσοχή απλά οδηγούσε μισό μέτρο πιο πέρα στο τελικό αδιέξοδο. Όμως με κάποιες πλάγιες κινήσεις βρήκα από εκεί μια επόμενη…
*
Τώρα που είμαι πίσω στη δική μου πόλη, μετά από τόσο καιρό, ξαναθυμάμαι το βράδυ στην αυλή, και το μυστικό που είχε στα στοιχισμένα ξύλινα τειχίσματα του μονοπατιού της. Μερικές φορές ενώ συλλογίζομαι το παρελθόν μου το κεφάλι μου γυρνά ασυναίσθητα στο πλάι του γραφείου μου, σα να υπήρχαν εκεί, σε ένα βάθος, ή με τη βοήθεια πιο προσεκτικών βλεμμάτων, μορφές κυρίων ντυμένων στα λευκά, γύρω από κάποιο χέρι ορθωμένο σε πρόποση. Αλλά και πλάι σε αυτά, κορφές των μεγάλων δέντρων, ιδωμένες από πολύ ψηλά, αποκαλύπτοντας τώρα στα κενά τους το μονοπάτι που άλλοτε μέτρησα όχι με τα μάτια μα με το πιο προσεκτικό, αργό βάδισμα, τρίβοντας το σώμα μου πάνω στους κορμούς, ελισσόμενος με αναρίθμητους τρόπους και σε όλες τις διευθύνσεις, πάντα με τη σκέψη πως πίσω μου έσβηνε το φως της γιορτής στην αίθουσα που δε μπόρεσε να με κρατήσει.