Η πολυνομία και κακονομία… βασιλεύει στη χώρα. Μπορεί το 2020 να ψηφίστηκαν 113 νόμοι, οι οποίοι παρήγαγαν 2.166 εξουσιοδοτήσεις για την έκδοση υπουργικών αποφάσεων και Προεδρικών Διαταγμάτων και να πέρασαν και 196 τροπολογίες. Ωστόσο, στις «εξετάσεις» της νομοθέτησης έλαβαν βαθμολογία μόλις 51 με άριστα το 100.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης 2020, που δημοσίευσε και παρουσίασε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά το ΚΕΦίΜ και ο οποίος παρουσιάζει οριακή βελτίωση σε σχέση με το 2019 (49/100), αλλά σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2018 (45/100).
Κι ενώ η εικόνα αυτή της πολυνομίας και κακονομίας συνιστά βασικό παράγοντα για την καθυστέρηση της απονομής δικαιοσύνης, σύμφωνα με την μελέτη του ΚΕΦίΜ, το ίδιο το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν πιάνει τη «βάση» στην αξιολόγηση. Βρίσκεται στην κατάταξη των νόμων, που πέρασαν το 2020 τα υπουργεία, στην 8η θέση, συγκεντρώνοντας στη βαθμολογία 49,3/100. Νομοθέτηση
Καλύτερος νόμος από πλευράς ποιότητας κρίθηκε αυτός για την εκλογή βουλευτών, ενώ ο χειρότερος εκείνος που αφορούσε τις «ρυθμίσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας από τις συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, την ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς, την επιτάχυνση της απονομής των συντάξεων, τη ρύθμιση οφειλών προς τους Oργανισμούς Tοπικής Aυτοδιοίκησης και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις».
Εντυπωσιακό είναι και το στοιχείο πως για την ανάγνωση των 4.867 άρθρων και των 10.302 σελίδων που νομοθετήθηκαν το 2020, θα χρειαζόταν κανείς 43 εργάσιμες ημέρες (υπολογίζοντας ότι ο μέσος άνθρωπος διαβάζει περί τις 30 σελίδες την ώρα).
Πρώτο βασικό χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει το ΚΕΦίΜ, της ελληνικής νομοθεσίας είναι η πολυνομία, η υπερπληθώρα νομοθετικών ρυθμίσεων (νόμοι, διατάγματα, τυπικές ή άτυπες αλλαγές και αποφάσεις καθώς και δευτερογενείς αποφάσεις οι οποίες παράγονται σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης).
«Διογκώνεται έτσι η ύλη των δικαστηρίων, γεγονός το οποίο επιτείνει την καθυστέρηση της απονομής δικαιοσύνης. Η πολυνομία οδηγεί και στην προχειρότητα, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των νόμων να διαθέτει διατάξεις φωτογραφικού τύπου ή να είναι προϊόν αδιαφανών διαδικασιών καταλύοντας βασικούς κανόνες δικαίου και παρέχοντας πρόσφορο έδαφος για την άνθιση της διαφθοράς και της αυθαιρεσίας. Η κατακλυσμιαία εισαγωγή νέων ρυθμίσεων αυξάνει άλλωστε θεαματικά τα διάφορα είδη διοικητικού και οικονομικού κόστους. Αυτό συμβαίνει μεταξύ άλλων καθώς το σύνολο των ρυθμίσεων για ένα ζήτημα δεν συμπεριλαμβάνεται σ ́ ένα και μόνο νομοθέτημα αλλά διασπείρεται σε πολλά, γεγονός που συχνά οδηγεί σε αντιφατικές ερμηνείες του νόμου στηριζόμενες σε διαφορετικές, ταυτόχρονα ισχύουσες διατάξεις» επισημαίνεται. Νομοθέτηση
Η πολυνομία, με την αβεβαιότητα και τη γραφειοκρατική επιβάρυνση που παράγει, αποτελεί βάση για την κακοδικία, την ανομία και τη διαφθορά. «Δημιουργείται η εντύπωση της διακριτικής μεταχείρισης υπέρ κάποιων δημοφιλών ή ευνοούμενων κατηγοριών επιχειρήσεων, εργαζομένων ή ασφαλισμένων, που απολαμβάνουν διαφορετικό καθεστώς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τους υπολοίπους, μέσα σε ένα αδιαφανές θεσμικό πλαίσιο. Ακόμη, η διοίκηση καθυστερεί να εφαρμόσει τους νέους νόμους, ιδίως όταν, όπως συμβαίνει συχνότατα, οι υπηρεσίες αναμένουν την έκδοση Υπουργικών Εγκυκλίων» προστίθεται.
Συνοπτικά, οι βασικότερες συνέπειες της πολυνομίας είναι:
Η διόγκωση της γραφειοκρατίας.
Η αποθάρρυνση των επενδύσεων.
Η επιβάρυνση της δημόσιας διοίκησης.
Η θεσμοποίηση πελατειακών σχέσεων κράτους-πολίτη.
Οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των νόμων.
Η ανασφάλεια δικαίου.
Ωστόσο, η πολυνομία συνοδεύεται – όπως τονίζεται – και από την κακονομία, δηλαδή «τη χαμηλή ποιότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες περιέχουν ασαφείς, δυσνόητους, κακογραμμένους νόμους και αντικρουόμενους κανόνες».
Σύμφωνα με το ΚΕΦίΜ, «η χρονική πίεση και οι επιβαλλόμενες ρυθμίσεις σ’ ένα ασφυκτικό καθεστώς επιτήρησης της χώρας αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα κακής νομοθέτησης. Η νομοθετική εξουσία οδηγήθηκε στην παραγωγή νομοθετημάτων που αγνοούσαν την ύπαρξη παλαιότερων, στην εμφύτευση νεοπαγών διατάξεων σε άσχετα κεφάλαια ή νομοθετήματα, σε κακότεχνες διατυπώσεις και σε πληθώρα νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων για την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας από τη διοίκηση, η οποία συχνά δεν κατάφερε να βρει λύσεις μέσω μιας διορθωτικής ερμηνείας του νόμου με αποτέλεσμα τελικά να βλάπτεται όχι μόνο ο πολίτης αλλά και η γενικότερη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας».
Κρίσιμο είναι και το γεγονός πως μόλις το 1/3 των προβλεπόμενων από τους νόμους, υπουργικών αποφάσεων εκδόθηκαν εγκαίρως γεγονός που στην πράξη τους καθιστά ανεφάρμοστους και δημιουργεί σύγχυση στην αντιμετώπιση και διεκπεραίωση υποθέσεων.
Η μελέτη του ΚΕΦίΜ διέγνωσε τα εξής κύρια προβλήματα:
Ανεπαρκής διαβούλευση: 1 στους 5 νόμους δεν τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση.
Η γραφειοκρατία παραμένει: Μόνο 1 στους 4 νόμους προβλέπει απλούστευση διαδικασιών στις συναλλαγές μεταξύ κράτους και πολιτών/επιχειρήσεων. Σε κανέναν νόμο δεν πραγματοποιήθηκε υπολογισμός διοικητικών επιβαρύνσεων.
Συνεχίζονται οι κακές νομοθετικές πρακτικές: Οι νόμοι του 2020 έχουν κατά μέσο όρο 3 τροπολογίες, από τις οποίες οι 2 είναι εκπρόθεσμες.
Οι νόμοι ψηφίζονται αλλά δεν εφαρμόζονται: Μόλις το 35% των εξουσιοδοτήσεων για έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων ενεργοποιήθηκε εντός 6 μηνών από τη δημοσίευση του νόμου.
Νομοθετούμε χωρίς να γνωρίζουμε τις πραγματικές συνέπειες των νόμων στην οικονομία, το περιβάλλον και την ανταγωνιστικότητα: 7 στις 10 εκθέσεις συνεπειών ρύθμισης δεν περιλαμβάνουν ποσοτικά στοιχεία.
Κατά την παρουσίαση του Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης έγιναν κάποιες διαπιστώσεις από στελέχη της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Την παρουσίαση των πορισμάτων έκαναν δύο εκ των συγγραφέων του Δείκτη, ο Κωνσταντίνος Σαραβάκος, Συντονιστής Ερευνητικών Προγραμμάτων του ΚΕΦίΜ και η Έφη Στεφοπούλου, Επιστημονική Συνεργάτιδα του ΚΕΦίΜ και συντόνισε ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου.
“Πραγματικά πρέπει να υπάρχει έλεγχος και βελτίωση της ποιότητας του νομοθετικού έργου”, σημείωσε ο Υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Αρμόδιος για Θέματα Απλούστευσης Διαδικασιών κ. Γεώργιος Γεωργαντάς, στη συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον φετινό Δείκτη. Όπως είπε χαρακτηριστικά “βλέπουμε πως μόνο το 35% των Υπουργικών Αποφάσεων που προβλέπονταν στους νόμους εκδόθηκε εντός εξαμήνου. Δηλαδή υπάρχουν Υπουργικές Αποφάσεις που αναμένονται για να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε και να εφαρμόσουμε έναν νόμο και αυτήν τη δυνατότητα τελικά δεν την έχουμε”.
“Στόχος μας είναι να υποχρεώνουμε αυτόν που φέρνει ένα νομοθέτημα να αναφέρεται και στις διοικητικές πράξεις και υπηρεσίες που επηρεάζονται από αυτό” συμπλήρωσε.
Η τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου υπογράμμισε με τη σειρά της τρεις περαιτέρω ανάγκες ελέγχου της νομοθέτησης που αφορούν τη συνταγματικότητα των νόμων, τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και την εφαρμογή των νόμων, όπως και την ανάγκη βελτίωσης των νόμων μέσα από τη διαβούλευση, αλλά και την καταγραφή του “πόσο επηρεάζει η δημόσια διαβούλευση το τελικό κείμενο του νόμου”. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά “θα πρέπει πέραν της νομοθέτησης, η εκάστοτε Κυβέρνηση, διαχρονικά και για το μέλλον, να κάνει έναν
απολογισμό ετήσιο ως προς την εφαρμογή των νόμων, όχι μόνο τυπικά αλλά και ουσιαστικά”.
Η Βασιλεία Παπανίκου, Δικηγόρος, προϊσταμένη της τράπεζας νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, που στήριξε τη φετινή μελέτη, αναφέρθηκε στη δυσκολία κατανόησης και παρακολούθησης της τρέχουσας νομοθέτησης όχι μόνο από τους πολίτες αλλά και από τους επαγγελματίες νομικούς, σημειώνοντας την ανάγκη οι νόμοι “να είναι περισσότερο κατανοητοί”.