Ο μικρός Ορέστης που είναι πέντε ετών, μεγαλώνει μαζί με τους γονείς του σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης της χώρας, έχοντας την μητέρα του που δεν εργάζεται, διαρκώς μαζί του. Οι οικογενειακές σχέσεις είναι ιδανικές παρέχοντας ασφάλεια και βεβαιότητα, τα συναισθήματα είναι πλούσια και έντονα και η καθημερινότητα του μικρού Ορέστη είναι γεμάτη από δραστηριότητες και παιχνίδι.
Η μέρα τελειώνει με την μαμά και τον μπαμπά να τον συνοδεύουν στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών και από εκεί στο κρεβάτι του, όπου θα συνεχίσει το ταξίδι μέσα από τα παιδικά του όνειρα.
Σε αυτές τις συνθήκες ο Ορέστης, ανακαλύπτει μέσα από τις καθημερινές μικρές εξερευνήσεις του, που είναι γεμάτες από την ζωηρότητα και την τόλμη ενός μικρού εξερευνητή, έναν άλλο μαγικό κόσμο, αυτόν της μαμάς του. Στο μεγάλο δωμάτιο που η μαμά έχει δώσει το περίεργο όνομα “σαλόνι” κρύβονται πραγματικοί πολύχρωμοι θησαυροί τους οποίους η μαμά αποκαλεί με επίσης περίεργα ονόματα.
Είναι τόσο περίεργα αυτά τα ονόματα, που από μόνα τους εξάπτουν την περιέργεια και την φαντασία. “Σερβίτσια”, “σουβενίρ”, και άλλα παρόμοια γίνονται μέρη ενός παιχνιδιού μέσα από το οποίο ο μικρός Ορέστης χωρίς ακόμα να το καταλαβαίνει, αλλά μπορώντας όμως να το διαισθανθεί, μαθαίνει την πραγματική σημασία του κόσμου που τον περιβάλλει.
Δυστυχώς, αυτά τα περίεργα πράγματα με τα περίεργα ονόματα, έχουν και δυο άλλες πλευρές. Σπάνε εύκολα και όταν σπάνε θυμώνουν τη μαμά. Μάλιστα, όταν η μαμά θυμώνει του απαγορεύει να μπαίνει στο δωμάτιο με το περίεργο όνομα γιατί όπως του λέει κάνει ζημιές.
Οι μέρες περνάνε και ο Ορέστης μη μπορώντας να αντισταθεί στην ανάγκη του για παιχνίδι συνεχίζει να μπαίνει στο δωμάτιο, όπου συνεχίζει να κάνει ζημιές και η μαμά του συνεχίζει να τον μαλώνει, χωρίς να αλλάζει τίποτα ουσιαστικά.
Τότε είναι που η μαμά παίρνει την μεγάλη απόφαση και του λέει με αυστηρό, επιβλητικό ύφος, γεμάτο σιγουριά. Ορέστη, μέσα στο δωμάτιο ήρθε ένας γέρος που τρώει τα παιδάκια που κάνουν ζημιές. Αν ξαναμπείς θα σε φάει!
Μετά από λίγο καιρό ο Ορέστης, σταματάει να μπαίνει στο δωμάτιο και η μαμά ανακουφισμένη που γλίτωσε τα πράγματά της αλλά και σίγουρη για τις μεθόδους της μονολογεί: “Και ο άγιος φοβέρα θέλει”.
Λίγο αργότερα ο μικρός φοβάται να περάσει από το διάδρομο που είναι έξω από το δωμάτιο, στην συνέχεια φοβάται να κοιμηθεί μόνος του με σβηστό το φως και ζητάει επίμονα να κοιμάται με την μαμά και τον μπαμπά, αφού πρώτα έχει ξεκινήσει να κάνει πιπί στο κρεβάτι του.
Είναι η στιγμή που οι γονείς του αποφασίζουν να επισκεφθούν έναν ειδικό ώστε να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση που πιθανόν να σηματοδοτεί την απαρχή σοβαρών προβλημάτων.
Ο καιρός περνάει χωρίς ουσιαστικές βελτιώσεις στην συμπεριφορά του Ορέστη, ώσπου μια μέρα που η μαμά πλένει απορροφημένη στις σκέψεις της τα πιάτα, νοιώθει πίσω της κάτι να συμβαίνει. Γυρίζει το κεφάλι της και βλέπει τον μικρό Ορέστη να φοράει το σακάκι του μπαμπά του, το καπέλο του παππού του και να λέει στην μαμά του: “Μαμά ήρθα να σε φάω, είμαι ο γέρος”.
Από εκεί και έπειτα ο μικρός Ορέστης παύει να φοβάται, κοιμάται μόνος του με σβηστό το φως και κυκλοφορεί ελεύθερα στο σπίτι. Ο μικρός Ορέστης έχει πάψει να φοβάται γιατί έχει ταυτιστεί με τον φόβο του. Ο μικρός Ορέστης έχει γίνει ο ίδιος ο φόβος του.
Δεκαετία ’90. Στη χώρα εδραιώνεται η κυρίαρχη ιδεολογία γύρω από τρεις διαχρονικούς και βασικούς για την αστική τάξη άξονες:
α) αταξική αντιμετώπιση του κοινωνικού γίγνεσθαι,
β) μεταφυσική αντίληψη για την κρίση, δημιουργία ψυχολογίας της κρίσης,
γ) άρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Το life style που συμπυκνώνει τους παραπάνω άξονες και προτείνεται να υποκαταστήσει τις ιδεολογίες, αποτελεί το ίδιο, την ιδεολογία της αποϊδεολογικοποίησης και του εκμαυλισμού των συνειδήσεων.
Οι συνθήκες της γενικευμένης κοινωνικής κρίσης που έχουν ως αποτέλεσμα την αλλοτρίωση και την αποξένωση, δημιουργούν ένα περιβάλλον ρήξης των κοινωνικών σχέσεων και οδηγούν τους νέους να προσποιούνται ανθρώπινες σχέσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές σκουπίδια της εποχής.
Η αίσθηση αυτής της σήψης και της παρακμής δημιουργεί υπαρξιακούς συγκλονισμούς και αδιέξοδα, φόβο, αβεβαιότητα, ανασφάλεια και άγχος που ενίοτε παίρνει και χαρακτηριστικά άγχους επικείμενου θανάτου.
Την εποχή αυτή, τρία νέα παιδιά που έχουν δεν έχουν βγει από την κρίση της εφηβείας, προσπαθούν να αμυνθούν απέναντι σε αυτούς τους υπαρξιακούς φόβους που τρομοκρατούν και παραλύουν.
Πειραματίζονται υιοθετώντας στάσεις και συμπεριφορές που έχουν μια λειτουργία προστασίας και αυτασφάλισης, από μια κοινωνία που περιμένει να τους συνθλίψει και η οποία από αυτή την άποψη εκπροσωπεί το “απόλυτο κακό”.
Κάποιοι από τους συνομήλικούς τους, επιλέγουν ως κύριο τρόπο άμυνας την φυγή και τις συμπεριφορές τύπου “μετανάστη”. Κάποιοι άλλοι την άρνηση και τις αρνητικές ταυτίσεις. Άλλοι πάλι τις θετικές ταυτίσεις, την ρήξη, την ανατροπή, κοκ.
Τα παιδιά αυτά, όπως και τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας τους, μεγαλώνουν μέσα στην παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, με έντονο το στοιχείο της θρησκευτικής πίστης. Έχουν μάθει να σκέφτονται ανορθολογικά και να φοβούνται μεταφυσικές οντότητες που εκπροσωπούν το “απόλυτο κακό”. “Δαίμονες”, “ονόματα δαιμόνων”, κολαστήρια, συνθέτουν το μαυρόασπρο μωσαϊκό των μεταφυσικών τους φόβων.
Έχοντας βγει από την εφηβεία με μια ελλειμματική και ευάλωτη προσωπικότητα και με μεγάλα προβλήματα στην έννοια της κοινωνικής τους ταυτότητας, βρίσκονται αντιμέτωπα με τους πραγματικούς κοινωνικούς φόβους, με το πραγματικό κοινωνικό κακό που συμπυκνώνεται στις κοινωνικές ανισότητες.
Έχουν απέναντί τους ένα αξεπέραστο εμπόδιο, που θέτει υπό ερώτηση την ίδια τους την ύπαρξη, τους δημιουργεί έναν αξεπέραστο φόβο που τα εγκλωβίζει σε αδιέξοδα και τα καταδικάζει στην τρομερή αίσθηση της αβοηθητότητας.
Και τότε συμβαίνει κάτι φυσικά προδιαγεγραμμένο. Τα παιδιά, που πρέπει να ξεπεράσουν τους φόβους τους για να προχωρήσουν πιο κάτω και που έχουν μάθει όχι μόνο να αρνούνται την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και να αντιλαμβάνονται μεταφυσικά την κοινωνική κρίση, έχοντας ταυτόχρονα εδραιώσει μια ψυχολογία της κρίσης, μετατρέπουν τους πραγματικούς φόβους σε μεταφυσικούς, ταυτίζονται μαζί τους και επιλέγουν να ενσαρκώσουν ρόλους μεταφυσικών οντοτήτων.
Γίνονται έτσι κάποιος. Στην προσπάθειά τους να υποκαταστήσουν τα πραγματικά ελλείμματα της κοινωνικής τους ταυτότητας με μια μη υπαρκτή, μια φαντασιωσική μεταφυσική ταυτότητα, γίνονται ο οποιοσδήποτε Λεβιάθαν.
Τα τρία παιδιά που είχαν δεν είχαν βγει από την εφηβεία, έχοντας γίνει ο Λεβιάθαν, παύουν να φοβούνται. Έχουν ταυτιστεί με αυτό που τους φοβίζει και έχουν γίνει οι εκπρόσωποι του “απόλυτου κακού”. Προσπαθούν να ιδεολογικοποιήσουν τις συμπεριφορές τους και την ατομική τους παθολογία, μέσα από την έννοια του σατανισμού.
Έχοντας ξεπεράσει τα όρια της λογικής, τα παιδιά περνάνε σε ειδεχθείς εγκληματικές πράξεις, που μέσα τους αντικατοπτρίζεται η κρίση της εφηβείας, που με την σειρά της αντικατοπτρίζει την κρίση της κοινωνίας. Αυτές οι πράξεις που συγκλονίζουν την κοινωνία της εποχής, είναι πράξεις που αντανακλούν την κοινωνική παθολογία στο επίπεδο της ατομικής παθολογίας.
Στις δύο πραγματικές ιστορίες που προηγούνται, ο φόβος και η ταύτιση με το αντικείμενο του φόβου, αποτελούν τον μηχανισμό που οδηγεί τα νέα παιδιά στη βία ως συμπεριφορά άμυνας, απέναντι σε μια απειλή που στοχεύει την ίδια τους την ύπαρξη. Σαφώς, και άλλοι μηχανισμοί παρεμβαίνουν και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, δεδομένου ότι οι συμπεριφορές βίας στους νέους ανθρώπους είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που στις μέρες μας εξαπλώνεται επικίνδυνα και που ως κοινωνικό φαινόμενο είναι σύνθετο και πολυπαραγοντικό.
Παράγοντες κοινωνικοί, ψυχολογικοί, οικονομικοί, πολιτιστικοί, κοινωνικής και ατομικής παθολογίας…, υπεισέρχονται και το καθορίζουν. Από αυτή την άποψη είναι πολύ πιθανόν να χαθούμε σε μια σούπα αιτιών και παραγόντων που δυσκολεύουν την ανάλυσή μας και σε τελευταία ανάλυση την κατανόηση μας.
Για το λόγο αυτό, πρέπει να απομονώσουμε τους κύριους παράγοντες, και τις κύριες αιτίες. Το ποιοι είναι οι κύριοι παράγοντες και οι κύριες αιτίες θα το καθορίσει η μέθοδος μελέτης που θα επιλέξουμε. Διαφορετικές μέθοδοι λοιπόν, μπορεί να καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Πράγματι, μελέτες ανάγουν την οικογένεια σε καθοριστικό παράγοντα, άλλες καταλήγουν στο άτομο και στην ατομική παθολογία, ενώ άλλες επικεντρώνουν στα κοινωνικά αίτια…, κοκ.
Ο άνθρωπος όμως, είναι το προϊόν των υλικών όρων, των συνθηκών που τον περιβάλλουν, είναι μέρος αυτών και αλληλεπιδρά μαζί τους, είναι κοινωνικός από την φύση του και επί της ουσίας δεν είναι παρά το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων.
Συνεπώς, έχει ενδιαφέρον να σκιαγραφήσουμε το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργείται και εξελίσσεται το κοινωνικό φαινόμενο της βίας στους νέους, δεδομένης και της κοινής παραδοχής ότι τα παιδιά μας όχι μόνο ζουν χειρότερα από εμάς αλλά και το μέλλον τους προδιαγράφεται χειρότερο από το παρόν τους.
Ανεργία, σχολική διαρροή, οικονομική και πολιτιστική φτώχεια, ταξικές διαφορές, ταξική βία και ταξικοί φραγμοί, πόλεμοι, προσφυγιά, αρρώστια και θάνατος, εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου πόνου, της ανθρώπινης δυστυχίας, του ανθρώπινου σώματος, κοινωνικός αποκλεισμός, ρατσισμός, φασισμός, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο…, συνθέτουν την κοινωνική αγριότητα που κυριαρχεί, με ταυτόχρονη υποβάθμιση των βασικών ανθρωπιστικών αξιών.
Η κυρίαρχη αντίληψη θεωρεί ότι οι κοινωνικές, οικονομικές κλπ ανισότητες, είναι ιδιότητες της φύσης και κατά συνέπεια ο διαχωρισμός σε δυνατούς και αδυνάτους, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους είναι φυσικό επακόλουθο. Ο φόβος που απορρέει από την κοινωνική βία, βρίσκει έτσι ιδεολογική νομιμοποίηση. Έτσι, ο αδύναμος κοινωνικά ή φυσικά στιγματίζεται και περιθωριοποιείται. Αλλοδαποί, άτομα με ειδικές ανάγκες, άτομα με χαμηλά εισοδήματα, είναι συχνά οι εύκολοι στόχοι βίαιων επιθέσεων.
Τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε ένα περιβάλλον τυφλής βίας και διαφθοράς (βίντεο παιχνίδια κλπ ) και η πολιτεία δεν κάνει τίποτα για τον έλεγχό τους. Συμμορίες, μαφιόζοι, δολοφονίες, διασπάθιση δημοσίου χρήματος, απατεώνες κάθε λογής, επιβολή του δίκιου του ισχυρού θεωρούνται φυσικά φαινόμενα. Τα πρότυπα του δυνατού και του ισχυρού κυριαρχούν. Τα παιδιά, επειδή φοβούνται να νοιώθουν και να φαίνονται αδύναμα προχωράνε σε βίαιες πράξεις, με αποτέλεσμα να απομονώνονται περισσότερο.
Η μόνη ελευθερία που επιτρέπεται είναι η ελευθερία της αγοράς που μετατρέπει τους ανθρώπους σε αριθμούς και σε εργαλεία παραγωγής, σε ανδροειδή χωρίς κανενός είδους ταυτότητα.
Σε αυτές τις κοινωνικές, οικονομικές συνθήκες που η συλλογικότητα επιβάλλεται για να αντιμετωπισθεί η κρίση, ο άγριος ατομικισμός πριμοδοτείται διαρκώς.
Συκοφάντηση και ποινικοποίηση των συνδικαλιστικών, μαθητικών αγώνων και των συλλογικών δραστηριοτήτων, στοχοποίηση και ενοχοποίηση της νεότητας, υποχώρηση της έννοιας της κοινωνικότητας, στρέφουν τους νέους να βρουν μια πρόσκαιρη ισορροπία στη δημιουργία ομάδων με κοινά χαρακτηριστικά. Χούλιγκαν, συμμορίες, τοξικομανείς, κλπ, γίνονται “καταφύγιο”, γιατί εκεί οι σχέσεις εντείνονται (μεταξύ και μέσα στα γκρουπ), οι κανόνες αποκτούν υπόσταση, οι διαδικασίες διανομής ρόλων ενισχύονται και οι προοδευτικές ιδεολογίες χάνονται. Όλα αυτά διευκολύνουν τις διαδικασίες συρρίκνωσης της κοινωνικής ζωής.
Νοιώθοντας ο νέος, σήμερα, μια τρομερή έλλειψη “χώρου ελευθερίας” (προσωπικού, κοινωνικού, ψυχολογικού, ιδεολογικού, φυσικού, κλπ,) και χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς, προσπαθεί να υποκαταστήσει αυτούς τους χώρους με έναν μη πραγματικό, φαντασιωσικό χώρο, τον κυβερνοχώρο.
Ένα τέτοιο παιδί κυριαρχείται από την αίσθηση της έλλειψης του “κοινωνικού του είναι”. Αυτή η “πρωταρχική έλλειψη” και η ανάγκη της πλήρωσης της ύπαρξής του, το οδηγεί στην συμμετοχή του σε βίαιες παραβατικές ομάδες και σε βίαιες πράξεις.
Αυτές οι ομάδες και η βίαιες πράξεις αποτελούν την άρνηση του κοινωνικού είναι, των κανόνων και των αρχών του και οδηγούν στην απώλεια κάθε ελευθερίας και στην περιθωριοποίηση.
Εύκολα τα παιδιά αυτά γίνονται τα εξιλαστήρια θύματα μιας κοινωνίας, που δείχνοντάς τα υποκριτικά με το δάχτυλο, προσπαθεί να αποφύγει να κοιτάξει τον εαυτό της και θυσιάζοντάς τα εξαγνίζει τις αμαρτίες της, όταν συνειδητοποιεί πως είναι εικόνα της και της μοιάζουν.
Η ανάγκη για επιβίωση, αναγκάζει τους γονείς να δουλεύουν περισσότερο, να αμείβονται λιγότερο και να λείπουν από το σπίτι. Έτσι, ο οικογενειακός χώρος συρρικνώνεται και ο προσωπικός χώρος γίνεται εχθρικός χάνοντας τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του. Είναι η στιγμή που το νέο παιδί, ελλείψει δραστηριοτήτων και χώρων κοινωνικοποίησης, θα δημιουργήσει στέκια συνάθροισης και “συναπάντησης”.
Οι πιάτσες και οι “υπόγειες διαδρομές”, αποτυπώνουν στο γεωγραφικό ανάγλυφο με τραγικό τρόπο, την χαμένη κοινωνικότητα της παιδικής ηλικίας σηματοδοτώντας παράλληλα το βίαιο τέλος της παιδικής αθωότητας.
Το σχολείο, από χώρος κοινωνικοποίησης και διαπαιδαγώγησης, γίνεται ένας χώρος ανταγωνισμού και στη βάση των ταξικών διακρίσεων, διαχωρίζει τα παιδιά σε “αρίστους” και σε αποτυχημένους, οδηγώντας ένα μεγάλο μέρος στην σχολική αποτυχία και στη σχολική διαρροή.
Η έννοια της εκπαίδευσης αντικαθίσταται από την έννοια της κατάρτισης, η έννοια της γνώσης από την έννοια της πληροφόρησης, η ικανότητα διαχωρίζεται τεχνητά και βίαια από την προσωπικότητα και η τέχνη ως μια ανώτερη μορφή της ανθρώπινης συνείδησης, μαζί με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, εξοβελίζονται από τα σχολικά προγράμματα γιατί κάνουν πλάτες στον κοινωνικά σκεπτόμενο άνθρωπο.
Τα παιδιά μαθαίνουν να έχουν έμμεσες και όχι άμεσες, ειλικρινείς και ξεκάθαρες σχέσεις. Μαθαίνουν να διαμεσολαβούν τις σχέσεις με τον εαυτό τους και τους άλλους και μέσα από την ναρκοκουλτούρα υιοθετούν την φυγή και την σιωπή ως φιλοσοφία ζωής.
Ο έρωτας αντικαθίσταται από την σεξουαλικότητα, την χυδαία σεξουαλικότητα και την πορνεία που σηματοδοτεί την εξαγορά χαμένων ανθρώπινων σχέσεων και συναισθημάτων. Αγόρια και κορίτσια εκλαμβάνονται ως σεξουαλικά αντικείμενα.
Μέσα σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες εμπεριέχεται κάθε μορφή κοινωνικής βίας προς τα νέα παιδιά. Σωματική βία, ψυχολογική βία, λεκτική βία, ηθική βία… και σε τελευταία ανάλυση ταξική βία.
Οι νέοι που εκφοβίζουν είναι πολύ πιθανόν να έχουν υποστεί και οι ίδιοι εκφοβισμό και βία. Η βία εσωτερικοποιείται. Ένας τρόπος για να ξεπεράσουν τους φόβους τους είναι να ταυτιστούν με αυτούς. Έτσι λοιπόν, αντί να φοβούνται κάνουν τους άλλους να τους φοβούνται. Πίσω από κάθε παιδί που ασκεί βία βρίσκεται ένα φοβισμένο και κατατρομοκρατημένο παιδί . Όσο πιο φοβισμένο είναι, τόσο πιο βίαιο γίνεται.
Θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά αν στην θέση των αρνητικών ταυτίσεων, τα παιδιά είχαν μάθει να κάνουν θετικές ταυτίσεις με θετικά πρότυπα ζωής ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τους φόβους, που κάποιες φορές προέρχονται από αυτά και το άμεσο περιβάλλον τους και άλλες πάλι, πριμοδοτούνται οργανωμένα από κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν δημιουργώντας ελεγχόμενους και εύκολα χειραγωγήσιμους ανθρώπους , δηλαδή ανθρώπους που φοβούνται και φοβίζουν, να διασφαλίσουν με την βία την κυριαρχία τους σε μεγάλο βάθος χρόνου.
Όταν λοιπόν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την βία των νέων παιδιών πρέπει να ρωτάμε: γιατί τα παιδιά φοβούνται; ποιος φοβίζει τα παιδιά και γιατί; Σε διαφορετική περίπτωση τα ερωτήματά μας θα μοιάζουν με την υποκριτική έκπληξη της πλειοψηφίας των ΜΜΕ, όταν παρουσιάζουν με αντιδεοντολογικό τρόπο (ο τρόπος που τα παρουσιάζουν είναι σαν να λένε κάνε το και εσύ) φαινόμενα νεανικής βίας.
(*) Ο Ηλίας Μιχαλαρέας είναι Δρ. Ψυχολογίας – Δρ. Γεωγραφίας. Μέλος του Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Νοσοκομειακών Ψυχολόγων – Π.Ε.ΝΟ.ΨΥ. Επιστημονικά Υπεύθυνος της Μονάδας Απεξάρτησης ΔΙΑΠΛΟΥΣ, της Ψ.Κ του Γ.Ν.Κ. Επιστημονικά Υπεύθυνος της Μονάδας Υποστήριξης κρίσεων (Μ.Υ.Κ), της Ψ.Κ του Γ.Ν. Κέρκυρας.
ΠΗΓΗ: .imerodromos.gr/