Αν ζούσαμε σε μία υγιή, σύγχρονη και ευνομούμενη κοινωνία, η φρικτή δολοφονία στα Γλυκά Νερά θα ήταν ένα σοκ για όλους μας, κι ακόμα περισσότερο η αποκάλυψη ότι ο δολοφόνος ήταν ο σύζυγος της 20χρονης Καρολάιν. Θα γράφαμε διάφορα δακρύβρεχτα τύπου “ας αναπαυτεί η ψυχούλα της” και μετά από λίγο θα συνεχίζαμε τις ζωές μας, εφησυχασμένοι ότι το ανατριχιαστικό αυτό έγκλημα ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό και τίποτα παραπάνω.
Η αστυνομία θα είχε κάνει τη δουλειά της, η δικαιοσύνη θα έκανε τη δική της, τα ΜΜΕ θα αντιμετώπιζαν την υπόθεση με ευαισθησία και σεβασμό, οι συμπολίτες μας θα συμφωνούσαν χωρίς περιστροφές ότι ο δολοφόνος πρέπει να σαπίσει για πάντα στηφυλακή, και δεν θα είχαμε κανένα λόγο να φοβόμαστε ότι θα επαναληφθεί ξανά κάτι τόσο απαίσιο.
Αντί για αυτό όμως, με αφορμή τη δολοφονία της Καρολάιν Κράουτς βγήκε στην επιφάνεια το πιο αποκρουστικό πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας. Που θεώρησε “ζωή σαν παραμύθι” το γεγονός ότι ένας τριαντάρης πιλότος τα έφτιαξε με μια ανήλικη, την πήρε μακριά από τους δικούς της, τη φυλάκισε σε μια μεζονέτα στο πουθενά, την εμπόδισε να σπουδάσει, την άφησε έγκυο στα 17, κι όταν εκείνη απέβαλλε την πίεσε να ξαναμείνει έγκυος αμέσως για να την κρατήσει με το ζόρι κοντά του και να την ελέγχει. “Τι ευτυχισμένη οικογένεια” μας έλεγαν όλοι, με πρώτη και καλύτερη μια υποτιθέμενη ψυχοθεραπεύτρια που εκμεταλλεύτηκε την τραγωδία για να διαφημιστεί σε κανάλια, κουρελιάζοντας κάθε έννοια δεοντολογίας.
Και τον ίδιο τον δολοφόνο φυσικά, που με υπέρμετρο ναρκισσισμό προσπαθούσε να πείσει τους πάντες ότι κάποιοι άγνωστοι σκότωσαν τη γυναίκα που αγαπούσε στα καλά καθούμενα.
Χωρίς κανένα στοιχείο πέρα από τη μαρτυρία του “συντετριμμένου συζύγου” για διαρρήκτες που μιλούσαν σπαστά ελληνικά, όλος ο ακροδεξιός εσμός έκανε πάρτι, στοχοποιώντας ανενόχλητος μειονότητες και ζητώντας απελάσεις και επαναπροωθήσεις μεταναστών που καμία απολύτως σχέση δεν είχαν με την υπόθεση. Και δεν μιλάμε μόνο για τους συνήθεις υπόπτους (Λατινοπούλου, Τζήμερος και λοιπά αποβράσματα), αλλά για την ίδια την ΕΛΑΣ και την πολιτική ηγεσία της, που επικήρυξε τους “σεσημασμένους αλλοδαπούς εγκληματίες” και έκανε μικροπολιτική σπέκουλα επί πτωμάτων (για άλλη μια φορά), ρίχνοντας την ευθύνη για έναν ανεξιχνίαστο φόνο σε διατάξεις του Ποινικού Κώδικα της προηγούμενης κυβέρνησης.
Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια και κατέρρευσαν οι ρατσιστικές θεωρίες, το αθώο αγγελούδι μετατράπηκε σε βίαιη και ασταθή
“ξένη” που ήξερε πολεμικές τέχνες, και που ποιος ξέρει πόσο τον εκνεύρισε τον καημένο τον χειριστικό παιδεραστή άντρα της, ωθώντας τον να χάσει τον έλεγχο και να αφαιρέσει μια ζωή γιατί δεν άντεχε στη σκέψη να διαλυθεί η οικογένεια του. Και να σκοτώσει και τον σκύλο για άλλοθι, που από μόνο του αρκεί για να τον χαρακτηρίσει κανείς τέρας, αλλά στην Ελλάδα ζούμε και η κακοποίηση ζώων θεωρείται φυσιολογική για πολλούς. Κι ας είναι πλέον κακούργημα.
Αυτός ο μιντιακός και σοσιαλμιντιακός κανιβαλισμός του θύματος κι αυτό το ελεεινό ξέπλυμα του θύτη είναι που μας έχουν αρρωστήσει όλους. Η υποκρισία ότι δεν είναι δόκιμο να μιλάμε για γυναικοκτονία, τη στιγμή που πρόκειται για διεθνώς αναγνωρισμένo όρο από το μακρινό 1801 κι έχουν υπάρξει δεκάδες περιπτώσεις γυναικών που δολοφονήθηκαν από άντρες τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα – όχι για κάποιον άσχετο λόγο, αλλά ακριβώς επειδή ήταν γυναίκες και οι δολοφόνοι τους δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι αμφισβητείται η εξουσία τους, καταλήγοντας να τιμωρήσουν την έλλειψη υποταγής με θάνατο.
Δεν είναι απλά νοσηρό όλο αυτό που ζούμε, με τον ΣΚΑΪ να δημοσιεύει επιλεγμένα αποσπάσματα από το ημερολόγιο μιας δολοφονημένης κοπέλας για να την ενοχοποιήσει και να δώσει ελαφρυντικά στον άνθρωπο που -κυριολεκτικά- της έκλεψε τη ζωή. Είναι κάτι πολύ χειρότερο: ατόφιος ναζισμός. Στον πυρήνα του, που -πέρα από ψευδαισθήσεις εθνικών μεγαλείων και φυλετικό μίσος- πρεσβεύει τον βασανισμό και την εξόντωση του αδύναμου από τον λευκό, όμορφο, επιτυχημένο και ισχυρό στρέιτ άντρα.
Αν έχουμε φτάσει στο σημείο να αποτελεί πλειοψηφία ο κόσμος που πιστεύει ότι το μέγεθος της φρίκης εξαρτάται από την εθνικότητα του θύτη και το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό του θύματος, καλά θα κάνουμε να φύγουμε μετανάστες πριν αναγκαστούμε να γίνουμε πρόσφυγες, και να ελπίζουμε να πέσει μετεωρίτης να καταστρέψει τη χώρα που μεγαλώσαμε και αγαπήσαμε, γιατί μας πονάει να τη βλέπουμε να μολύνεται έτσι.
Θέλω να πιστεύω όμως ότι δεν είμαστε καθόλου μειοψηφία όσοι νιώθουμε οργή και ναυτία βλέποντας ρεπορτάζ για “έγκλημα πάθους” και ακούγοντας συνδικαλιστές της αστυνομίας να δίνουν συμβουλές από την τηλεόραση για το πώς μπορεί να δολοφονήσει κανείς τη γυναίκα του και να αποφυλακιστεί σε 3-4 χρόνια.
Γι’ αυτό ακριβώς φωνάζουμε: για να μετρηθούμε. Και να τρομοκρατήσουμε τα καθάρματα ότι δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους να γίνει κανονικότητα το μίσος που κουβαλάνε στις άρρωστες ψυχές τους. Και δεν πρόκειται να έρθει ποτέ, γιατί φτάνει κάπου, ως εδώ, ας πάνε να κρυφτούν στις τρύπες τους κι ας το πάρουν απόφαση ότι ο κόσμος αλλάζει και το παιδάκι που έχασε τη μητέρα του πριν καλά-καλά χρονίσει θα μεγαλώσει σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, που καμία γυναίκα δεν θα είναι μόνη, κανένας “διαφορετικός” δεν θα κινδυνεύει να λιντσαριστεί και καμία τοξική αρρενωπότητα δεν θα δηλητηριάζει παιδιά που μια μέρα θα ντρέπονται για το πόσο λάθος ήταν όλα αυτά τα σκατά που πίστευαν οι γονείς και οι παππούδες τους.
ΠΗΓΗ: FB “Ελληνικός”