Μια Οικονομία που αυξάνει τον πλούτο αλλά δεν εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στη διαδικασία της παραγωγής του, είναι μια οικονομία σε μεγέθυνση, αλλά όχι σε Ανάπτυξη.
Γιάννης Α. Μυλόπουλος
Οι διαφορές μεταξύ Μεγέθυνσης (Growth) και Ανάπτυξης (Development) της Οικονομίας είναι σημαντικές και ουσιώδεις. Η Μεγέθυνση της Οικονομίας αναφέρεται αποκλειστικά σε ποσοτικά μεγέθη, όπως είναι για παράδειγμα το ΑΕΠ και αντιστοιχεί σε αύξηση του πλούτου μιας χώρας. Σε αντίθεση με την Ανάπτυξη, η οποία επεκτείνεται εκτός από τις οικονομικές και σε κοινωνικές παραμέτρους και έχει σαφές κοινωνικό αποτύπωμα. Καθώς η Ανάπτυξη, εκτός από την παραγωγή πλούτου και την αύξηση του εισοδήματος, επιδιώκει να εξασφαλίσει και τους στόχους τόσο της βελτίωσης της ποιότητας της ζωής, όσο και εκείνον της κοινωνικής ευημερίας.
Μια Οικονομία, για παράδειγμα, που αυξάνει τον πλούτο αλλά δεν εξασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στη διαδικασία της παραγωγής του, είναι μια οικονομία σε μεγέθυνση, αλλά όχι σε Ανάπτυξη. Γιατί αυξάνει την ανεργία και παράγει μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες που επιδεινώνουν την ποιότητα της ζωής και απομακρύνουν από τον στόχο της κοινωνικής ευημερίας.
Κι ακόμη, μια Οικονομία που παράγει μεν πλούτο, αλλά δεν τον επενδύει στο κοινωνικό κράτος, είναι μια Οικονομία σε Μεγέθυνση, που βρίσκεται όμως μακράν των στόχων της Ανάπτυξης. Γιατί οι πολίτες βλέπουν από τη μια τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, αλλά από την άλλη τα βλέπουν συγχρόνως και να εξανεμίζονται σε υποχρεωτικές δαπάνες για την απόκτηση όλων εκείνων των αγαθών που σε μια Οικονομία σε Ανάπτυξη θα ήταν δημόσια και θα αποτελούσε υποχρέωση της πολιτείας η ισότιμη παροχή τους σε όλους. Τέτοια αγαθά είναι η υγεία, η παιδεία, η ασφάλιση, η κοινωνική πρόνοια, οι μεταφορές και οι υποδομές, όπως οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, τα σιδηροδρομικά δίκτυα κλπ).
Μια Οικονομία συνεπώς που παράγει πλούτο, αλλά που δεν επενδύει μέρος του στην ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών και στην ανάπτυξη δημόσιων υποδομών, είναι μια Οικονομία μακράν του στόχου της Ανάπτυξης, γιατί δεν διασφαλίζει ούτε τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την επίτευξη του στόχου της κοινωνικής ευημερίας.
Η ΔΕΗ, για παράδειγμα, μπορεί να έγινε πλουσιότερη μετά την ιδιωτικοποίησή της το 2021, λόγω της κερδοσκοπικής δραστηριότητας που ανέπτυξε έντονα από τότε και μετά, τη στιγμή που ο ρόλος της είναι να ελέγχει και να ρυθμίζει την ενεργειακή αγορά, αλλά τα υπερκέρδη της δεν κατευθύνθηκαν στους καταναλωτές και δεν διαχύθηκαν στην κοινωνία. Η οποία, ενώ η ΔΕΗ γίνεται πλουσιότερη, πλήττεται από την ακρίβεια στις τιμές του ρεύματος.
Τις τελευταίες δεκαετίες ο ορισμός της Ανάπτυξης, ως μιας διαδικασίας μεγέθυνσης του πλούτου που επιπλέον εξασφαλίζει και την επίτευξη μιας σειράς από ποιοτικούς στόχους, καθώς και την ικανοποίηση μιας σειράς από κοινωνικές ανάγκες, έχει υποστεί έναν σημαντικό επαναπροσδιορισμό. Αιτία γι’ αυτό ήταν η συνειδητοποίηση των καταστροφικών συνεπειών που άφησαν πίσω τους οι φρενήρεις ρυθμοί της επιθετικής Ανάπτυξης που επέβαλε ο άμετρος οικονομικός ανταγωνισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της Οικονομίας.
Η ραγδαία επιδείνωση του Περιβάλλοντος, με αιχμή την Κλιματική Κρίση, καθώς και η εξάντληση και η υποβάθμιση σημαντικού μέρους των φυσικών αγαθών της γης, όπως το νερό, το έδαφος, οι ορυκτοί και οι ενεργειακοί πόροι, τα δάση, οι θάλασσες και τα οικοσυστήματα, έχουν προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία για το μέλλον του πλανήτη.
Η επικράτηση των αρχών της Βιώσιμης Ανάπτυξης, ως του μόνου δρόμου που εξασφαλίζει την επιβίωση, διεύρυνε τον ορισμό της Ανάπτυξης. Προστέθηκε έτσι ως απολύτως ισότιμος πυλώνας, από κοινού με την επίτευξη Οικονομικών και Κοινωνικών στόχων και η υπόθεση της προστασίας και της διατήρησης του Περιβάλλοντος.
Κι αυτό όχι μόνο γιατί θέτοντας σε κίνδυνο το Περιβάλλον, τίθεται αυτόματα σε κίνδυνο και η επιβίωση του πλανήτη. Αλλά επιπλέον και γιατί όταν απειλείται το Περιβάλλον, απειλείται και η προοπτική της Οικονομικής Ανάπτυξης. Αφού οι δραστηριότητες του πρωτογενούς, του δευτερογενούς και ενός μεγάλου τμήματος του τριτογενούς τομέα της Οικονομίας στηρίζονται αποκλειστικά στους φυσικούς πόρους και στα περιβαλλοντικά αγαθά.
Τις τελευταίες δεκαετίες έγινε πλήρως δηλαδή αντιληπτή η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ της Μεγέθυνσης της Οικονομίας και της Περιβαλλοντικής ισορροπίας.
Τούτων δοθέντων, η Βιώσιμη Ανάπτυξη έγινε κεντρικός στόχος όχι μόνο για τη μεγέθυνση της Οικονομίας και την παραγωγή νέου πλούτου, αλλά συγχρόνως και για την επίτευξη των στόχων της Κοινωνικής Ευημερίας και της Περιβαλλοντικής Προστασίας και Ακεραιότητας.
Μια Οικονομία σήμερα η οποία μεγεθύνεται, παράγοντας νέο πλούτο, αλλά που δεν εξασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση των πολιτών στα περιβαλλοντικά και στα ενεργειακά αγαθά, ούτε και επενδύει στην προστασία του φυσικού πλούτου και των σπάνιων οικοσυστημάτων, αφήνοντάς τα στο έλεος αφενός της εκμετάλλευσης με σκοπό το κέρδος και αφετέρου των φυσικών καταστροφών, είναι αυτοκαταστροφική και γι’ αυτό βρίσκεται μακριά από τον στόχο της Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Η Ανάπτυξη για να είναι βιώσιμη, για να αντέχει δηλαδή στον χρόνο και να έχει διάρκεια, πρέπει να εξασφαλίζει ταυτόχρονα την ικανοποίηση μιας σειράς από οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις.
Ένα κράτος επομένως που ιδιωτικοποιεί τη δημόσια γη, τα φυσικά αγαθά και τους φυσικούς πόρους και ξεπουλά τα σπάνια οικοσυστήματα, μπορεί προσωρινά να καταγράφει αύξηση κερδών αλλά μακροπρόθεσμα, χάνει το στοίχημα μιας Βιώσιμης Ανάπτυξης με διάρκεια.
Η Ελλάδα που, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είναι μια χώρα με το 28,3% των κατοίκων της να απειλούνται από το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, ασφαλώς και δεν δικαιολογεί τον τίτλο της πλούσιας και αναπτυγμένης χώρας.
Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της Credit Swiss για τις ανισότητες άλλωστε, ενώ παγκοσμίως το 1% του πληθυσμού κατέχει το 48% του παγκόσμιου πλούτου, στην Ελλάδα η ολιγαρχία που αντιστοιχεί στο προνομιούχο 1% των κατοίκων, κατέχει περισσότερο από το μισό και συγκεκριμένα το 56% του εθνικού πλούτου.
Η ύπαρξη μεγάλου πλούτου στα χέρια ελάχιστων Ελλήνων αφενός και η εκτεταμένη απειλή της φτώχειας και του αποκλεισμού αφετέρου, είναι η απόδειξη ότι στη χώρα μας μπορεί να υπάρχει μεγέθυνση του πλούτου, αλλά δεν υπάρχει Ανάπτυξη με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας. Αφού ο πλούτος που υπάρχει δεν κατανέμεται δίκαια και συγχρόνως δεν εξασφαλίζει την επίτευξη κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων.
Για να υπάρχουν σε μια μικρή χώρα πλούσιοι άνθρωποι, σημαίνει ότι η χώρα έχει πλούτο. Για να ζουν όμως σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα τόσοι πολλοί φτωχοί και τόσο λίγοι πλούσιοι, σημαίνει ότι τη χώρα την κυβερνά η αδικία.
Αυτό συμβαίνει όταν η κυβέρνηση μιας χώρας κατανέμει άνισα και άδικα τον παραγόμενο πλούτο, μιλώντας γενικόλογα για Ανάπτυξη, αλλά εννοώντας τη Μεγέθυνση του πλούτου μιας μικρής οικονομικής ολιγαρχίας.
Αυτό συμβαίνει όταν τα δημόσια αγαθά και οι δημόσιοι οργανισμοί, η δημόσια εκπαίδευση και η δημόσια υγεία, η φύση, τα σπάνια οικοσυστήματα και το Περιβάλλον ιδιωτικοποιούνται, με αποτέλεσμα τα οφέλη από την αξιοποίησή τους να μην τα απολαμβάνουν οι πολλοί, αλλά να τα καρπώνονται οι λίγοι που τα εκμεταλλεύονται.
Στην Ελλάδα σήμερα υλοποιείται ο στόχος μιας μεγάλης αναδιανομής πλούτου που κάνει τους φτωχούς πολύ φτωχότερους και τους πλούσιους πολύ πλουσιότερους.
Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων αγαθών και της κατάργησης των κρατικών ελέγχων στις αγορές, περιγράφεται όχι σαν Ανάπτυξη της Οικονομίας, αλλά σαν Μεγέθυνση του πλούτου μιας μικρής οικονομικής ελίτ.
Η διαχείριση της υγειονομικής και της ενεργειακής κρίσης είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για όλα αυτά.
Ενώ η πανδημία έδωσε την ευκαιρία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να επενδύσουν περισσότερο στα δημόσια συστήματα υγείας τους, συμβάλλοντας έτσι στην επιτυχή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε, χρησιμοποιώντας αντιεπιστημονικά επιχειρήματα και αστήρικτες θεωρίες, όπως για παράδειγμα ότι δεν υπάρχει μελέτη που να συνδέει τη θνητότητα με την απουσία ΜΕΘ, να επενδύσει γενναία στο ΕΣΥ.
Με αποτέλεσμα να κατέχουμε σήμερα τη θλιβερή πρωτιά, να είμαστε μια από τις χώρες με τους περισσότερους θανάτους από την πανδημία.
Χιλιάδες άδικοι θάνατοι στον βωμό του στόχου της ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, που τώρα υλοποιείται.
Αλλά και στην ενεργειακή κρίση, όταν ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος Μακρόν αναγκάστηκε να εθνικοποιήσει τη Γαλλική ΔΕΗ, δίνοντας τη δυνατότητα σε έναν κρατικό οργανισμό να ελέγχει την ενεργειακή αγορά προς όφελος των καταναλωτών και επιτυγχάνοντας έτσι σημαντική μείωση των τιμών του ρεύματος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ιδιωτικοποίησε τη ΔΕΗ, διαδίδοντας μάλιστα ψευδώς ότι η ενεργειακή αγορά θα αυτορυθμιστεί.
Η απουσία ελέγχων και ρύθμισης των αγορών αντίθετα, επέτρεψε στους κερδοσκόπους να ανεβάσουν τις τιμές στα ύψη, πολύ περισσότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Κι αφού οι τιμές άγγιξαν τον ουρανό, η κυβέρνηση επιδότησε με δημόσιο χρήμα τους κερδοσκόπους.
Η Ελλάδα για να μπει σε τροχιά Βιώσιμης Ανάπτυξης, για να μπει δηλαδή σε μια τροχιά η οποία εκτός από τη μεγέθυνση του πλούτου, θα εξασφαλίζει και την κοινωνική ευημερία και την περιβαλλοντική ακεραιότητα, πρέπει να αλλάξει ριζικά κατεύθυνση πολιτικής.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο Ανάπτυξης που σήμερα εφαρμόζεται έρχεται από έλλες εποχές και είναι αποτυχημένο. Γιατί είναι καταστροφικό για την Ελλάδα, για την Ανάπτυξη και για την κοινωνία. Αφού τους μόνους που ευνοεί είναι μια μικρή οικονομική ολιγαρχία.
Η χώρα για να αποκτήσει τροχιά Ανάπτυξης χρειάζεται μια μεγάλη πολιτική Αλλαγή. Μια Αλλαγή εμπροσθοβαρή που θα πάψει να υπηρετεί τις ιδεοληψίες του χτες.
Μια Αλλαγή που θα υλοποιήσει το σχέδιο μιας γενναίας παραγωγικής ανασυγκρότησης με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας και θα ανοίξει τον δρόμο για μια αυτοτροφοδοτούμενη και δίκαιη ανάπτυξη, με ισόρροπο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
naftemporiki.gr