
Σε αντίποινα, ο στρατός κατοχής αποφάσισε «την εκτέλεση 200 κομμουνιστών, καθώς και την εκτέλεση όλων των ανδρών που θα συλλαμβάνονται μεταξύ Μολάων και Σπάρτης».
Στην πλειοψηφία τους (περίπου 170), οι εκτελεσθέντες ήταν πολιτικοί κρατούμενοι στην Ακροναυπλία επί δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Οι υπόλοιποι ήταν εξόριστοι από την Ανάφη. Η “εθνική κυβέρνησις”, λίγο πριν το βάλει στα πόδια μετά την κατάρρευση του μετώπου (το κομμάτι τουλάχιστον αυτής, που δεν έσπευσε αμέσως να γίνει το υπάκουο σκυλάκι των κατοχικών αρχών) έβαλε την τελευταία πινελιά στο έγκλημά της, παραδίδοντας τους κρατουμένους στους Ιταλούς κατακτητές. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, οι κρατούμενοι πέρασαν στη δικαιοδοσία των Γερμανών, οι οποίοι τους μετέφεραν στο Χαϊδάρι.
Η αναφορά του ονόματος του Σουκατζίδη στη λίστα των μελλοθανάτων της 1ης Μαΐου 1944 προκάλεσε μεγάλη κατάπληξη και δέος στους κρατουμένους του Χαϊδαρίου. Ο ίδιος αποδέχθηκε τη μοίρα με ένα χαμόγελο και παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά του στον βοηθό διερμηνέα Θανάση Μερεμέτη λέγοντάς του:
«Θανάση, μη ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες αγωνιστές. Να είσαι πάντα καλός και μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τους αποχαιρετώ όλους».
Με δέκα φορτηγά έγινε η μεταφορά. Στη διαδρομή για την εκτέλεση, από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή, ορισμένοι μελλοθάνατοι πετούν στο δρόμο τα στερνά τους σημειώματα. Αποτυπώνουν έτσι με λίγες λέξεις το μεγαλείο της ανδρείας τους.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης γράφει στον πατέρα του: «Φώτην Σουκατζίδην, Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. Πατερούλη, Πάω για εκτέλεση, να ‘σαι περήφανος για τον μονάκριβο γιο σου…» Στην αρραβωνιαστικιά του: «Η τελευταία σκέψη μαζί σου. Θα ‘θελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Να βρεις σύντροφο άξιό σου και άξιό μου».
Ο Νίκος Μαριακάκης γράφει: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος, N.Μαριακάκης Γεωπόνος Χανιά, 1-5-44, Όποιος το βρει να μην το καταστρέψει».