Οπως προκύπτει από την έκθεση της Τροϊκας (Κομισιόν και ΕΚΤ), τα δύσκολα μόλις τώρα αρχίζουν για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς θα βρεθούν αντιμέτωπες με το «φαινόμενο του γκρεμού», δηλαδή το απότομο «κοκκίνισμα» δανείων μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής λόγω κορονοϊού, ενώ και οι τιτλοποιήσεις για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων θα προκαλέσουν μεγάλες ζημιές και θα εξασθενήσουν την κεφαλαιακή τους βάση.
Όπως τονίζεται στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, η κατάσταση για τις ελληνικές τράπεζες είναι καλή σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα, καθώς αξιοποιούν τα δάνεια αρνητικού επιτοκίου από την ΕΚΤ και είχαν αντλήσει ως τα τέλη Σεπτεμβρίου 39 δισ. ευρώ. Παράλληλα, αυξάνονται σταθερά και οι καταθέσεις, με αποτέλεσμα να έχει βελτιωθεί ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας, ξεπερνώντας και το 100%.
Κάπου εδώ, όμως, σταματούν τα καλά νέα της έκθεσης για τις τράπεζες. Όπως σημειώνεται, οι τράπεζες έχουν προστατευθεί ως τώρα από νέα «κόκκινα» δάνεια λόγω της κρίσης, χάρη στις αναστολές πληρωμών και την προσωρινή ευελιξία που δείχνουν οι εποπτικές αρχές, όσον αφορά την καταγραφή προβληματικών δανείων και το σχηματισμό προβλέψεων.
Όμως, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες για ένα πιθανό «φαινόμενο γκρεμού», όταν εκπνεύσουν αυτά τα μέτρα, όπως προειδοποιεί η Τρόικα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στα τέλη Σεπτεμβρίου οι τράπεζες είχαν σε αναστολή δάνεια 20,2 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε περισσότερο από 12% των χαρτοφυλακίων δανείων (10,9 δισ. είναι τα δάνεια νοικοκυριών σε αναστολή και 9,3 δισ. ευρώ των επιχειρήσεων).
Το μεγάλο μερίδιο που έχουν τα δάνεια σε αναστολή στα συνολικά χαρτοφυλάκια ενέχουν για το μέλλον ένα σοβαρό κίνδυνο, εάν υπάρξουν μεγάλες αναταξινομήσεις δανείων από τα εξυπηρετούμενα στα μη εξυπηρετούμενα (αυτό είναι το «φαινόμενο του γκρεμού»), οι οποίες θα οδηγούσαν σε αυξημένες ανάγκες για το σχηματισμό προβλέψεων και σε επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού.
Οι αναθεωρήσεις που έχουν γίνει ως τώρα στη στρατηγική των τραπεζών για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, σημειώνεται στην έκθεση, δεν έχουν οδηγήσει στο σχηματισμό μεγάλου ύψους νέων προβλέψεων, κάτι που σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν είναι πλήρως προετοιμασμένες για μια απότομη επιδείνωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων τους, μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.
Οι τράπεζες ετοιμάζονται να υποβάλουν τον Μάρτιο στην εποπτική αρχή την αναθεωρημένη στρατηγική τους για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων, ενώ ως τώρα στις πρόσθετες προβλέψεις που έχουν σχηματίσει το πρώτο τρίμηνο δεν έχουν λάβει υπόψη τους μια ανάλυση του κινδύνου κάθε δανείου ξεχωριστά, ώστε να έχουν καλύτερη εκτίμηση για τα δάνεια που μπορεί να καταστούν προβληματικά μετά τη λήξη των αναστολών. Στην παρούσα φάση, με οδηγίες του επόπτη, επιχειρούν να εντοπίσουν τα σημαντικότερα ρίσκα των χαρτοφυλακίων.
Για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, οι τράπεζες αξιοποιούν τις τιτλοποιήσεις με κρατικές εγγυήσεις του σχεδίου «Ηρακλής». Όμως, όπως επισημαίνει η έκθεση, οι τιτλοποιήσεις αυτές δεν είναι αρκετές για να μειωθούν σε μονοψήφιο ποσοστό τα «κόκκινα» δάνεια και θα χρειασθούν και άλλες λύσεις συστημικού χαρακτήρα (τέτοια λύση, που δεν κατονομάζεται πάντως από την έκθεση, θα μπορούσε να είναι η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για bad bank).
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το πρόβλημα της ασθενούς κεφαλαιακής βάσης θα γίνει χειρότερο με τις τιτλοποιήσεις, καθώς οι επιτηρητές της οικονομίας μας προειδοποιούν ότι αυτές θα «κάψουν» σημαντικά κεφάλαια, τα οποία θα είναι ακόμη υψηλότερα στην περίπτωση που τιτλοποιηθούν νέα προβληματικά δάνεια της πανδημίας, για τα οποία δεν έχουν σχηματίσει οι τράπεζες αρκετές προβλέψεις.