Το καλοκαίρι δημοσιεύτηκε η σημαντική απόφαση 3/2020 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για την υποχρέωση ενημέρωσης δανειοληπτών – υποκειμένων επεξεργασίας στο πλαίσιο διαβίβασης των δεδομένων τους σε Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών.
Μια νέα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η 13205/2020 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αποτελεί μια από τις πρώτες περιπτώσεις όπου βλέπουμε επίκληση των διαπιστώσεων του ΑΠ, σε υπόθεση όμως που δεν αφορά σε δανειολήπτη, αλλά σε συνδρομητή παρόχου κινητής τηλεφωνίας και διαβίβαση δεδομένων σε δικηγορική εταιρεία.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών είχε συνάψει σύμβαση κινητής τηλεφωνίας με πάροχο, ο οποίος, λόγω καθυστέρησης στην εξόφληση οφειλής, διαβίβασε τα δεδομένα του σε δικηγορική εταιρεία για το σκοπό της είσπραξης της οφειλής αυτής.
Η δικηγορική εταιρεία, σύμφωνα με την αγωγή, άρχισε δια των υπαλλήλων της να οχλεί τηλεφωνικώς τον ενάγοντα, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε για τη διαβίβασή των δεδομένων του, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεση.
Για το λόγο αυτό, ενήγαγε τον πάροχο, ζητώντας να του καταβάλει το ποσό των 6.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Το Ειρηνοδικείο Αθηνών, δικάζοντας σε πρώτο βαθμό, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, με τον ενάγοντα να ασκεί έφεση.
Η κρίση του δικαστηρίου
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, επικαλούμενο αυτούσιο το σκεπτικό της 3/2020 Ολ.ΑΠ., έκρινε ότι το Ειρηνοδικείο έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, έκανε δεκτή την αγωγή και επεδίκασε στον ενάγοντα το ποσόν των 5.869,40 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός υπέστη.
Ως προς τη βάση της αγωγής, ήτοι τη μη ενημέρωση του συνδρομητή για τη διαβίβαση των δεδομένων του σε αποδέκτες, το δικαστήριο δεν δυσκολεύτηκε να διαγνώσει παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης του άρθρου 11 Ν.2472/1997, διαπιστώνοντας ότι η διαβίβαση των δεδομένων του συνδρομητή από τον πάροχο στη δικηγορική εταιρεία και η χρήση τους από τη δεύτερη, έγιναν «χωρίς να έχει ενημερωθεί ο ενάγων από την εναγόμενη κατά το αρχικό στάδιο υπογραφής της σύμβασης και συλλογής των προσωπικών δεδομένων για την κατηγορία των αποδεκτών των ως άνω προσωπικών δεδομένων και για το σκοπό της επεξεργασίας».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει μια παρεμπίπτουσα κρίση του δικαστηρίου ως προς την ίδια τη νομιμότητα της διαβίβασης αυτής, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
Ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος πάροχος ισχυρίστηκε ότι η διαβίβαση των δεδομένων του οφειλέτη συνδρομητή του σε δικηγορική εταιρεία δεν απαιτούσε τη συγκατάθεσή του, καθώς αυτή έγινε «προκειμένου η τελευταία να ασκήσει κατά του ενάγοντος τα δικαιώματα της εναγομένης». Επισημαίνεται ότι ο πάροχος είχε ήδη προσκομίσει σύμβαση που είχε καταρτίσει με τη δικηγορική εταιρεία, με την οποία η τελευταία, ως εκτελούσα την επεξεργασία, είχε αναλάβει την είσπραξη, είτε με δικαστικές, είτε με εξώδικες ενέργειες των πάσης φύσεως ληξιπρόθεσμων οφειλών των συνδρομητών του.
Το δικαστήριο απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμο, τον ισχυρισμό αυτό, κρίνοντας ότι «η ως άνω διαβίβαση δεν ήταν απολύτως αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων της εναγομένης και τούτο διότι η τηλεφωνική όχληση μπορούσε να πραγματοποιηθεί από υπάλληλο της ίδιας της εναγομένης προς τον ενάγοντα χωρίς τη διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του τελευταίου σε δικηγορική εταιρεία. Εξάλλου, η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος στη δικηγορική εταιρεία δεν ήταν απολύτως αναγκαία για την άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος της εναγομένης ενώπιον δικαστηρίου, όπως απαιτείται για να μην απαιτείται η συγκατάθεση του ενάγοντος (ΑΠ 1520/20170), διότι στην περίπτωση αυτή την τηλεφωνική όχληση θα είχε ακολουθήσει η αποστολή εξώδικης δήλωσης ή η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης, γεγονός που δεν έλαβε χώρα εν προκειμένω».
Με την κρίση του αυτή, το δικαστήριο υπεισήλθε σε ζητήματα νομιμότητας της επεξεργασίας διακριτά από εκείνο της μη ενημέρωσης του υποκειμένου, την οποία είχε ήδη διαπιστώσει.
Ως προς το ζήτημα της νομικής βάσης, η κρίση του δικαστηρίου ότι απαιτείται συγκατάθεση, καθώς η διαβίβαση των δεδομένων δεν είναι απολύτως αναγκαία για την άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου, μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα της νομολογιακής κυριαρχίας της συγκατάθεσης, υπό τον προϊσχύσαντα Ν.2472/1997.
Ως προς το ζήτημα όμως της ίδιας της αναγκαιότητας της διαβίβασης, η κρίση του δικαστηρίου είναι αξιοσημείωτη. Εφόσον ο σκοπός της διαβίβασης, κατά τον ίδιο τον εναγόμενο πάροχο, ήταν η άσκηση των δικαιωμάτων του, η επεξεργασία κρίνεται ως μη πληρούσα την αρχή της αναγκαιότητας. Σύμφωνα με το δικαστήριο, η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών θα μπορούσε να γίνει από τους υπαλλήλους του παρόχου, χωρίς να χρειαστεί η διαβίβαση των δεδομένων.
«Επομένως, οι προαναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και του προκάλεσαν ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγομένης κατά την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων (διαβίβαση), χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης ηθικής βλάβης. Εξάλλου, η υπαιτιότητα της εναγομένης τεκμαίρεται, καθόσον η τελευταία δεν απέδειξε ότι αγνοούσε ανυπαιτίως τα θεμελιωτικά του πταίσματος της πραγματικά περιστατικά, όπως έπρεπε για να απαλλαγεί από την ευθύνη της», καταλήγει η απόφαση.