Σε επιδότηση της κερδοφορίας τους έχουν μετατρέψει οι ελληνικές τράπεζες τα τεράστια ποσά δανείων με αρνητικό επιτόκιο που λαμβάνουν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και προορίζονταν να διευκολύνουν την αύξηση της χρηματοδότησης επιχειρήσεων και νοικοκυριών στη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού.
Τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (λογιστική κατάσταση Νοεμβρίου 2020) δείχνουν ότι η πρωτοφανούς ύψους ρευστότητα με αρνητικό επιτόκιο από την ΕΚΤ που φθάνει στις ελληνικές τράπεζες έχει ξεπεράσει και τα 39 δισ. ευρώ. Μάλιστα, δεν υπάρχει πλέον άλλο εργαλείο χρηματοδότησης από την ΕΚΤ που χρησιμοποιούν οι ελληνικές τράπεζες, καθώς όλη η ρευστότητα που λαμβάνουν προέρχεται από το ειδικό πρόγραμμα μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης με αρνητικό επιτόκιο για την περίοδο της πανδημίας (PELTRO).
Επιπλέον, τα οφέλη από αυτό το ειδικό πρόγραμμα δεν θα εξαντληθούν γρήγορα, αφού η ΕΚΤ αποφάσισε πρόσφατα να το επεκτείνει και το 2021. Όπως ανακοινώθηκε, «το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να προσφέρει τέσσερις πρόσθετες έκτακτες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης λόγω πανδημίας το 2021, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να αποτελούν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ενίσχυσης ρευστότητας».
Για να φθάσουν οι τράπεζες στην… πηγή του κέρδους, δηλαδή να πάρουν την επιδότηση με μορφή αρνητικού επιτοκίου (-1%), η ΕΚΤ δεν απαιτεί πολλά, όσον αφορά τη χορήγηση δανείων στην οικονομία. Είναι αρκετό να διατηρούν ως τον Δεκέμβριο του 2021 στο… μηδέν το ρυθμό αύξησης των χαρτοφυλακίων δανείων. Δηλαδή, το μόνο που υποχρεούνται να κάνουν οι τράπεζες είναι να μη μειώσουν τα δάνεια. Αν το κάνουν, η ΕΚΤ τις επιδοτεί με 1% για τα δάνεια που λαμβάνουν με το έκτακτο πρόγραμμα.
Αν και συνολικά στην ευρωζώνη η ΕΚΤ έχει διαπιστώσει ότι οι τράπεζες λαμβάνουν αυτή τη ρευστότητα με βασικό κίνητρο την αύξηση της κερδοφορίας και όχι τη χορήγηση δανείων, στην Ελλάδα το πρόβλημα έχει ξεπεράσει κάθε όριο, αφού οι τράπεζες χορηγούν νέα δάνεια με το «σταγονόμετρο» και χρησιμοποιούν τη ρευστότητα σχεδόν αποκλειστικά για να τονώσουν την «αναιμική» κερδοφορία τους.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι τράπεζες έχουν ενισχύσει τη ρευστότητά τους σχεδόν κατά 40 δισ. ευρώ, αλλά το συνολικό υπόλοιπο των δανείων μένει στα επίπεδα των 144 – 145 δισ. ευρώ. Η δανειοδότηση κατευθύνεται κυρίως σε μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ είναι κοντά στο μηδέν για τις μικρότερες και αρνητική για τα νοικοκυριά.
Πού κατευθύνονται, όμως, όλα αυτά τα ποσά ρευστότητας που φθάνουν στην Ελλάδα από την Φρανκφούρτη; Οι τράπεζες επιλέγουν τις τοποθετήσεις μηδενικού κινδύνου, κατευθύνοντας την ρευστότητα κυρίως σε κρατικά ομόλογα, ενώ μεγάλο μέρος της απλώς το ανακυκλώνουν στην ίδια την ΕΚΤ, δηλαδή «παρκάρουν» τα κεφάλαια στο μηχανισμό αποδοχής καταθέσεων και παίρνουν τη διαφορά ανάμεσα στο αρνητικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων και στο… ακόμη πιο αρνητικό επιτόκιο του PELTRO.
Σημαντικό μέρος της ρευστότητας ενισχύει έμμεσα την κερδοφορία τους, εν μέρει και εις βάρος των καταθετών: από τη μια, αποπλήρωσαν ακριβότερες πηγές δανεισμού από τη διατραπεζική αγορά. Από την άλλη, η εισροή τεράστιας ρευστότητας με αρνητικό επιτόκιο επιτρέπει στις τράπεζες να μην έχουν ανάγκη τις καταθέσεις και να κρατούν ουσιαστικά στο μηδέν τα επιτόκια, ενισχύοντας και από αυτή την πλευρά τα καθαρά έσοδα τόκων.