του Ανδρέα Κοσιάρη*
Από τη στιγμή της δημοσίευσης του άρθρου του Αλεξάντερ Κλαπ στους New York Times, με τίτλο «Η σήψη στην καρδιά της Ελλάδας είναι πλέον ξεκάθαρα ορατή σε όλους», ο κυβερνητικός επικοινωνιακός μηχανισμός δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να το αντιμετωπίσει απαντώντας στο περιεχόμενό του. Αντ’ αυτού, εφαρμόστηκε η συνήθης επιλογή δολοφονίας χαρακτήρα, όπως έχει γίνει ενάντια σε κάθε φωνή που ασκεί κριτική σε αυτήν την κυβέρνηση.
Ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, μάλιστα, όχι απλά κάποιο διαδικτυακό τρολ, ταύτισε την κριτική αυτή έμμεσα με τις «σκοτεινές δυνάμεις» και τους «εχθρούς της πατρίδας» που ανέφερε στο διάγγελμά του για τις παρακολουθήσεις ο Πρωθυπουργός, υπενθυμίζοντας ότι ο Κλαπ είχε γράψει ξανά στους New York Times τον Μάρτιο του 2020 και «κατήγγελλε διεθνώς την Ελλάδα επειδή υπερασπιζόταν τα σύνορά της». Ξανά εδώ, εχθρός θεωρείται όποιος καταγγέλλει τα εγκλήματα που όντως κάνει το ελληνικό κράτος, όπως κι αν αυτό τα ονομάζει. Και ως εχθρός είναι εκ προοιμίου αναξιόπιστος, αλλιώς τι σόι εχθρός θα ήταν; Ο εχθρός δεν γίνεται να έχει δίκιο σε τίποτα.
Όσο γελοίο είναι αυτό το «επιχείρημα» του εθνικού κινδύνου, άλλο τόσο είναι και το έτερο που επιμένει στην επικοινωνιακή φούσκα της δεξιάς πολυκατοικίας: πως πρόκειται για ένα «πληρωμένο άρθρο». Ως «απόδειξη» γι’αυτό, περιφέρεται ένα στιγμιότυπο οθόνης με επιλογές δύο ποσών. Η εικόνα δεν είναι πλαστή, αλλά της λείπει το συγκείμενο και η κατανόηση του πώς λειτουργεί η διαφημιστική αγορά και η δημοσιογραφική πλευρά μέσων όπως οι New York Times.
Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά:
-Οι New York Times αποφασίζουν τι θα δημοσιευτεί στους New York Times. Συγκεκριμένα για τη στήλη Guest Essays, αποφασίζουν οι αρχισυντάκτες της συγκεκριμένης στήλης.
-Ο καθένας μπορεί να στείλει Guest Essay στους New York Times. Το Μέσο εγγυάται ότι κάποιος υπάλληλος θα δει (έστω και για μια στιγμή) το άρθρο, αλλά προφανώς δεν εγγυάται τη δημοσίευσή του. Μάλιστα, τονίζει πως πολλοί δεν θα πάρουν καν απάντηση που να τους ανακοινώνει την απόρριψή τους, γιατί οι υπάλληλοι δεν μπορούν να απαντούν σε όλους.
-Το άρθρο πρέπει να καλύπτει μια σειρά από όρους για να κριθεί κατάλληλο. Κάποιοι όροι είναι υποκειμενικοί: αναφέρεται π.χ. η πρωτοτυπία. Άλλοι είναι αντικειμενικοί: το άρθρο πρέπει να μην περιέχει σύγκρουση συμφερόντων και να καλύπτει τους κανονισμούς ηθικής δημοσιογραφίας των New York Times. Επίσης, το άρθρο θα περάσει από έλεγχο επαλήθευσης: ο δημιουργός του καλείται να αποστείλει πηγές που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του, όπου αυτό απαιτείται.
-Τα πληρωμένα άρθρα των New York Times είναι άλλος τομέας του Μέσου και ανήκουν στο διαφημιστικό τμήμα τους. Πρόκειται για έναν από τους τρόπους με τους οποίους δημοσιεύουν διαφημίσεις οι New York Times. Αντί ο διαφημιζόμενος να βάλει απλά τη διαφήμισή του, μπορεί σε μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεργασία με το διαφημιστικό τμήμα της εφημερίδας να δημιουργήσει περιεχόμενο, που είναι μεν διαφημιστικό, αλλά αποτελεί παράλληλα και ένα «κομμάτι που λέει μια ιστορία», είτε αυτό είναι ένα άρθρο ή ένα βίντεο, ηχητικό κλπ. Το πληρωμένο περιεχόμενο έχει ΠΑΝΤΑ σήμανση πληρωμένου περιεχομένου, σε αντίθεση με την πρακτική που συνηθίζεται σε πολλά ΜΜΕ της Ελλάδας.
-Η εικόνα με τις τιμές που διακινείται δεν είναι από τους New York Times. Είναι από την ιστοσελίδα μίας εταιρείας, της Linkbrood, δημιούργημα του Ινδού επιχειρηματία Κρισνέντου Ντας, και παρακλάδι της εταιρείας μάρκετινγκ που ο ίδιος ίδρυσε, της Digibrood, με έδρα την Καλκούτα. Η Linkbrood προσφέρει υπηρεσίες προώθησης στο διαδίκτυο σε εταιρείες. Μεταξύ των υπηρεσιών της είναι και η προώθηση σε ΜΜΕ όπως στη στήλη Guest Essays των New York Times. Όμως, σημαντικά, ούτε η Linkbrood παρέχει ουσιαστική εγγύηση δημοσίευσης — δεν μπορεί να παρακάμψει τους προαναφερθέντες όρους της στήλης.
Θα πρέπει να σημειωθεί αρχικά ότι η Linkbrood απευθύνεται σε επιχειρήσεις. Η δημοσίευση ενός άρθρου στους New York Times που να αφορά μία εταιρεία, ή ένα θέμα στο οποίο αυτή η εταιρεία εξειδικεύεται, μπορεί να φέρει πολλά οφέλη. Ειδικά αν το κείμενο είναι «καλλωπισμένο» σύμφωνα με τους κανόνες του ψηφιακού μάρκετινγκ, κυρίως του «Search Engine Optimization» ή SEO, της βελτιστοποίησης δηλαδή εμφάνισης συνδέσμων της εταιρίας στις μηχανές αναζήτησης.
Στην εικόνα φαίνεται πως η Linkbrood παρέχει δύο πακέτα. Το «φτηνό», αξίας 2.100 δολαρίων με έκπτωση, σου λέει ότι θα πρέπει να γράψεις εσύ το κείμενο του άρθρου, και η Linkbrood θα το βελτιστοποιήσει σε συνεργασία μαζί σου. Το κείμενο πρέπει να έχει καθαρά πληροφοριακό χαρακτήρα, χωρίς υλικό προώθησης, και η Linkbrood δεν εγγυάται τίποτα πέρα από το γεγονός ότι αν το άρθρο απορριφθεί, θα σου βελτιστοποιήσει τρεις ακόμα προσπάθειες δημοσίευσης αναθεωρημένων του εκδοχών. Ουσιαστικά σε βοηθά ώστε, αν αυτό που γράψεις είναι ενδιαφέρον, να τραβήξει καλύτερα την προσοχή των αρχισυντακτών και να βοηθήσει την εταιρεία σου να αυξήσει την επισκεψιμότητά της.
Στο ακριβό πακέτο, η συγγραφική ομάδα της Linkbrood θα φτιάξει το κείμενο για εσένα. Εδώ επιτρέπεται το προωθητικό, πέρα από το απλά πληροφοριακό περιεχόμενο, και θα αποτελεί διαφήμιση. Η Linkbrood σου εγγυάται τη δημοσίευση, με την έννοια ότι το προσωπικό της είναι επαγγελματίες που ξέρουν τι χρειάζεται για να δημοσιευτεί τέτοιο διαφημιστικό περιεχόμενο στους New York Times. Σου εγγυάται επίσης ότι θα βρίσκεται στην αρχική σελίδα των NYT για 30 μέρες και στο εβδομαδιαίο τους ενημερωτικό δελτίο, κάτι που είναι τμήμα του διαφημιστικού πακέτου που θα αγοράσει η Linkbrood για λογαριασμό της εταιρείας σου. Βεβαίως, αντίστοιχη δουλειά με το χορηγούμενο πακέτο της Linkbrood, μπορεί να σου κάνει και το ίδιο το διαφημιστικό τμήμα της εφημερίδας, που έχει αντίστοιχη ομάδα δημιουργών διαφημιστικού περιεχομένου.
Καμία από αυτές τις δύο επιλογές δεν αφορά το άρθρο του Αλεξάντερ Κλαπ για τη διαχρονική «σήψη» της Ελλάδας που έγινε ιδιαίτερα εμφανής επί κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Αφενός διότι η Linkbrood (και άλλες παρεμφερείς εταιρείες) δεν απευθύνεται σε δημοσιογράφους αλλά σε επιχειρήσεις. Δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι για το άρθρο του Κλαπ — δεν υπάρχει μία εταιρεία για να βελτιστοποιηθεί η διαδικτυακή της παρουσία, στην απλή περίπτωση, ή για να αγοραστεί διαφημιστικός χώρος, στο χορηγούμενο πακέτο.
Αφετέρου, ο Κλαπ δεν χρειάζεται τη βοήθεια μιας εταιρείας σαν τη Linkbrood. Είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος που έχει δημοσιευτεί στο παρελθόν σε πληθώρα Μέσων, και στους ίδιους τους New York Times. Οι αρχισυντάκτες τον θεωρούν επαρκώς αξιόπιστο για να εξετάσουν με κάποια προτεραιότητα, σε σχέση με έναν άγνωστο, το κείμενό του. Αυτό πάλι πέρασε από τη διαδικασία ελέγχου εγκυρότητας και ηθικής — και φυσικά δεν έχει σήμανση πληρωμένου περιεχομένου, που θα είχε αν επρόκειτο για «αγορασμένη δημοσίευση».
Το άρθρο του Κλαπ δημοσιεύτηκε στους NYT, διότι οι αρχισυντάκτες έκριναν ότι είναι ενδιαφέρον και αξίζει να δημοσιευτεί. Αυτό είναι που ενοχλεί περισσότερο από όλα την κυβέρνηση, καθώς η Νέα Δημοκρατία βάσισε σε μεγάλο βαθμό την ανέλιξη και παραμονή της στην εξουσία στην εξωστρέφεια. Είτε του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά (σπουδές στις ΗΠΑ, ομιλία στο Κογκρέσο κ.ο.κ), είτε του συνολικού «αστικού» και «κοσμοπολίτικου» χαρακτήρα που υποτίθεται ότι το κόμμα εκπροσωπεί. Και λέω υποτίθεται διότι η κυβέρνηση και τα στελέχη της αποδεικνύουν σε μόνιμη βάση ότι αποτελούν παρωχημένους πολιτικάντηδες περασμένων δεκαετιών και νοοτροπίας.
Δεν μπορεί ο ξένος τύπος, του οποίου όποια κριτική για την προηγούμενη κυβέρνηση και όποια εγκώμια για τον Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του, έγιναν σημαία από τον επικοινωνιακό μηχανισμό της ΝΔ, τώρα να ασκεί κριτική στον «Μωυσή». Πρέπει να πρόκειται είτε για βαλτό από τις «σκοτεινές δυνάμεις» εχθρό που ξεγέλασε τους αρχισυντάκτες των NYT, είτε για πληρωμένο άρθρο — ή και τα δύο ταυτόχρονα.
Φυσικά, το άρθρο του Κλαπ δεν λέει τίποτα παραπάνω από όσα έχουν γραφτεί σε πληθώρα διεθνών Μέσων και αποκαλύφθηκαν από τα ελάχιστα ανεξάρτητα ΜΜΕ της Ελλάδας. Τα μέσα της «λίστας Πέτσα» και των λοιπών δώρων της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς τους εγχώριους ολιγάρχες, ελάχιστα έχουν ενδιαφερθεί για οποιαδήποτε κριτική προς το καθεστώς αποκάλυψη. Ακόμα κι όταν κατόπιν εορτής δημοσίευσαν ρεπορτάζ για τέτοια θέματα, τα έθαψαν σε μικρά μονόστηλα ή τα εξαφάνισαν εντελώς από το εξώφυλλό τους.
Όμως τα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ δεν έχουν «λίστα Πέτσα». Μπορεί να δημοσιεύουν απόψεις με τις οποίες κανείς να διαφωνεί, μπορεί ενίοτε να εξυπηρετούν συμφέροντα, τα άρθρα ενδέχεται να περιέχουν λάθη κι ανακρίβειες, ή διάφορες τεχνικές παραπλάνησης.
Όμως κανείς από την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της δεν έχει ασχοληθεί με το να βρει τέτοια στοιχεία στο περιεχόμενο του κειμένου του Κλαπ. Δεν έχει υπάρξει καν ουσιαστική διαφωνία — μόνο αβάσιμη δολοφονία χαρακτήρα και επιθέσεις με επιχειρήματα που δε στέκονται ούτε σε μερικά λεπτά διερεύνησης.
ΠΗΓΗ: infowar.gr