«Μόνο οι ερασιτέχνες χακάρουν συστήματα. Οι επαγγελματίες εξαπατούν ανθρώπους». Τη φράση αυτή του κορυφαίου Αμερικανού γκουρού στην ασφάλεια υπολογιστών, Bruce Schneier, καταφέρνει να κάνει πραγματικότητα, τα τελευταία χρόνια, ένα διεθνές δίκτυο εταιρειών-κελύφων που αποσπά σημαντικά ποσά από ανυποψίαστους πολίτες με δέλεαρ επενδύσεις με γρήγορες και εύκολες αποδόσεις. Οι γνωστές και ως «τηλεφωνικές απάτες από το Λονδίνο» δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ωστόσο, η πανδημία, που εκτόξευσε τις ώρες ενασχόλησης με το Διαδίκτυο και ενίσχυσε έως ένα βαθμό τη ρευστότητα των νοικοκυριών, προκάλεσε την έξαρση των ηλεκτρονικών εγκλημάτων.
Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι πολλές πτυχές του τρόπου λειτουργίας των «μαϊμού» επενδυτών έχουν αποκαλυφθεί, κυρίως στο εξωτερικό, και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει προειδοποιήσει για την ύπαρξη μη αδειοδοτημένων επενδυτικών εταιρειών, οι αετονύχηδες εξακολουθούν όχι μόνο να δρουν ανενόχλητοι, αλλά και να επινοούν νέες μεθόδους εξαπάτησης των… ήδη εξαπατηθέντων!
Η δυσκολία των Αρχών, εντός και εκτός Ελλάδας, να συνδέσουν τα στοιχεία για απάτες που έγιναν στην Ελλάδα από αλλοδαπές εταιρείες με γραφεία στην Ανατολική Ευρώπη και στο Ισραήλ και εξωχώριες έδρες διατηρεί στο απυρόβλητο αυτού του είδους την ιδιαίτερα επικερδή δραστηριότητα. Οι οικονομικές απώλειες θυμάτων στην Ελλάδα εκτιμώνται σε τουλάχιστον 200 εκατ. ευρώ, ενώ μόνο μία ομάδα περίπου 100 απατηθέντων, εμφανίζεται να έχει χάσει αθροιστικά 5 εκατ. ευρώ. Σε πολλές περιπτώσεις αποσπώνται μικρά ποσά από πολλούς, με αποτέλεσμα τα θύματα, λόγω του χαμηλού ύψους των απωλειών, να αποθαρρύνονται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
H «κοινωνική μηχανική» (social engineering), δηλαδή η προφορική χειραγώγηση, λειτουργεί τις περισσότερες φορές ως ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός δούρειος ίππος.
Το μοτίβο είναι κοινό: Ενός υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου, που συνήθως βρίσκεται εκτός Ελλάδας, καλεί έναν ανυποψίαστο πολίτη και του λέει αυτό που θα ήθελε να ακούσει. Με πολύ μικρό αρχικό κεφάλαιο, συνήθως 250 ευρώ, μπορεί να κερδίσει πολλά επενδύοντας σε χρηματοοικονομικά προϊόντα. Τον παραπέμπει στον εξειδικευμένο «επενδυτικό σύμβουλο», ο οποίος του εξηγεί πώς λειτουργούν, για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε δυαδικά δικαιώματα προαίρεσης (binary options) ή σε κρυπτονομίσματα. Εάν προβλέψει σωστά την άνοδο ή την πτώση της τιμής ενός νομίσματος (Forex) ή οποιουδήποτε άλλου επενδυτικού προϊόντος, μπορεί να κερδίσει πολλά.
Στη συνέχεια ο «επενδυτικός σύμβουλος» καλεί τον συνομιλητή του να εγγραφεί στην επενδυτική πλατφόρμα που του υποδεικνύει. Και σε πολλές περιπτώσεις, αφότου κερδίσει την εμπιστοσύνη του, προτείνει στον ανυποψίαστο πολίτη την εγκατάσταση στον υπολογιστή του ενός λογισμικού απομακρυσμένης πρόσβασης. Κι αυτό για να τον βοηθήσει –«δεδομένου ότι όλες οι ενέργειες γίνονται υπό την απόλυτη εποπτεία του»– να εγγραφεί στην πλατφόρμα που δεν αποτελεί παρά μια ψεύτικη ιστοσελίδα.
«Ξεπερνά τα 200 εκατ. ευρώ η οικονομική ζημία που έχει υποστεί ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας από απάτες τύπου Forex. Ο ανυποψίαστος μικροεπενδυτής τοποθετεί τα χρήματά του σε μια πλατφόρμα, η οποία παρουσιάζει κέρδη. Πρόκειται για αριθμούς χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, που αυξομειώνουν, με κριτήριο την πίεση που επιδιώκουν να ασκήσουν στα θύματά τους, οι επιτήδειοι. Ετσι, κάποιος που, για παράδειγμα, κατέθεσε 90.000 ευρώ βρίσκεται με κέρδη 300.000 ή και περισσότερο. Οταν όμως έρθει η ώρα της ρευστοποίησής τους, ξεκινάει η ομηρία. Οι επενδυτές μαθαίνουν ότι για να εισπράξουν τα κέρδη τους, τα οποία, όπως τους ενημερώνουν τότε, αποτελούν “μαύρο” χρήμα, θα πρέπει να πληρώσουν έναν πολύ υψηλό φόρο, συνήθως στο βρετανικό Δημόσιο. Οι περισσότεροι όμως από αυτούς δεν έχουν άλλα χρήματα, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται πολλές φορές να δανειστούν ή να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία», εξηγεί ο πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSI), Μανώλης Σφακιανάκης.
Ειδικοί εξηγούν ότι αυτού του είδους η απάτη παραπέμπει σε ματριόσκα, με αποτέλεσμα ο εντοπισμός όσων πράγματι βρίσκονται πίσω από τις παράνομες επενδυτικές εταιρείες να είναι τις περισσότερες φορές, εάν όχι αδύνατος, εξαιρετικά δύσκολος. Ως εκ τούτου, είναι κοινό μυστικό ότι οι διωκτικές αρχές πόρρω απέχουν από την εξάρθρωση ενός πολυεθνικού δικτύου που φέρεται να συνδέεται και με τις ηλεκτρονικές απάτες του «αδειάσματος» τραπεζικών λογαριασμών.
«Χρήματα που έχουν προέλθει από τραπεζικούς λογαριασμούς ύστερα από υποκλοπή των τραπεζικών κωδικών μέσω phishing (σ.σ. “ηλεκτρονικό ψάρεμα” – π.χ. ο χρήστης κάνει κλικ σε σύνδεσμο που φέρεται να προέρχεται, μέσω ψευδών sms ή e-mail, από την τράπεζά του), κατευθύνονται σε επενδυτικές πλατφόρμες ως δήθεν κέρδη και “ξεπλένονται”», εξηγεί ο κ. Σφακιανάκης.
«Αυτού του είδους η απάτη καθίσταται ευκολότερη μέσω του Διαδικτύου και του συστήματος εξωχώριων εταιρειών, που επιτρέπει την ίδρυση επιχειρήσεων-κελυφών που υποδέχονται τα κλεμμένα χρήματα. Πυλώνας του τρόπου λειτουργίας αυτών των εταιρειών είναι ο βομβαρδισμός ευάλωτων ανθρώπων με εξειδικευμένες προτάσεις για επενδύσεις υψηλών αποδόσεων, οι οποίες αφορούν συνήθως χρηματοοικονομικά προϊόντα που είναι στην επικαιρότητα, όπως τα κρυπτονομίσματα ή τα binary options. Ο εντοπισμός των εν λόγω εταιρειών είναι δύσκολος, επειδή πρόκειται για οντότητες που αλλάζουν εύκολα μορφή και βρίσκονται πολύ μακριά από τα θύματά τους.
Για παράδειγμα, τα call centers που ερευνήσαμε σε Αλβανία και Ουκρανία είχαν ως στόχο ανθρώπους που βρίσκονταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Βορειοανατολική Ευρώπη ή ακόμη και στη Νότια Αμερική. Απαιτείται εκτεταμένη διασυνοριακή συνεργασία για την αντιμετώπισή τους», αναφέρει η Julia Wallace, αναπληρώτρια αρχισυντάκτρια της σύμπραξης ερευνητών δημοσιογράφων σε Ανατολική Ευρώπη, Καύκασο, Κεντρική Ασία και Κεντρική Αμερική (OCCRP).
Μέχρι σήμερα, καρπούς έχει αποδώσει μόνο η συνεργασία των γερμανικών με τις βουλγαρικές και τις κοσοβαρικές αρχές, που οδήγησε στη σύλληψη, τον Απρίλιο του 2021, περίπου 18 ατόμων που βρίσκονταν σε αρκετές χώρες. Πρόκειται ως επί το πλείστον για υπαλλήλους και διοικητικό προσωπικό σε τηλεφωνικά κέντρα επενδυτικών εταιρειών που χρησιμοποιούσαν πλατφόρμες συναλλαγών ισραηλινής τεχνολογίας. Επίσης, την περασμένη εβδομάδα απαγγέλθηκαν κατηγορίες για εξαπάτηση επενδυτικού κοινού στους Ιορντάν Μόλοφ και Κίριλ Τζαμπάροφ, όπως και σε ακόμη έξι άτομα (είχαν συλληφθεί πέρυσι) που είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο επενδυτικών εταιρειών, προκαλώντας απώλειες 2 εκατ. ευρώ σε 19 άτομα.
από kathimerini.gr